Anonymous

καινοποιέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καινοποιέω''': πρκμ. κεκαινοποίηκα Πολύβ. 4. 2, 4· - [[κάμνω]] νέον, ἀνανεώνω, πόλεμον Πολύβ. 11. 5, 5· τὰ τῆς ὀργῆς ὁ αὐτ. 22. 14, 3· [[καινοποιέω]] ἐλπίδας, δίδω νέαν ζωὴν εἰς τὰς ἐλπίδας, ὁ αὐτ. 70, 11· καινοποιῶ τά τινος ἁμαρτήματα, ἀνανεώνω τὴν μνήμην αὐτῶν, ὁ αὐτ. 30. 4, 17, πρβλ. 32. 14, 9, κτλ. ΙΙ. [[κάμνω]] ἢ [[παράγω]] νέα πράγματα, [[κάμνω]] μεταβολάς, καινοτομῶ, πολλὰ καινοποιεῖ ἡ [[τύχη]] ὁ αὐτ. 1. 4, 5, κτλ.· ἀπολ., εἰ καινοποιεῖν δοκοίην Λουκ. Προμ. εἶ ἐν λόγ. 3, κτλ. - Παθ., τί καινοποιηθὲν λέγεις; τί νέον [[δυστύχημα]] ἔχεις ν’ ἀναγγείλῃς; Σοφ. Τρ. 873, πρβλ. Πολύβ. 9. 2, 4· τὰ καινοποιηθέντα, τὰ ἀνανεωθέντα Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 44. - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «κεκαινοπεποιημένοι... τουτέστιν ὑγιεῖς», [[ἔνθα]] διορθωτέον κεκαινοποιημένοι.
|lstext='''καινοποιέω''': πρκμ. κεκαινοποίηκα Πολύβ. 4. 2, 4· - [[κάμνω]] νέον, ἀνανεώνω, πόλεμον Πολύβ. 11. 5, 5· τὰ τῆς ὀργῆς ὁ αὐτ. 22. 14, 3· [[καινοποιέω]] ἐλπίδας, δίδω νέαν ζωὴν εἰς τὰς ἐλπίδας, ὁ αὐτ. 70, 11· καινοποιῶ τά τινος ἁμαρτήματα, ἀνανεώνω τὴν μνήμην αὐτῶν, ὁ αὐτ. 30. 4, 17, πρβλ. 32. 14, 9, κτλ. ΙΙ. [[κάμνω]] ἢ [[παράγω]] νέα πράγματα, [[κάμνω]] μεταβολάς, καινοτομῶ, πολλὰ καινοποιεῖ ἡ [[τύχη]] ὁ αὐτ. 1. 4, 5, κτλ.· ἀπολ., εἰ καινοποιεῖν δοκοίην Λουκ. Προμ. εἶ ἐν λόγ. 3, κτλ. - Παθ., τί καινοποιηθὲν λέγεις; τί νέον [[δυστύχημα]] ἔχεις ν’ ἀναγγείλῃς; Σοφ. Τρ. 873, πρβλ. Πολύβ. 9. 2, 4· τὰ καινοποιηθέντα, τὰ ἀνανεωθέντα Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 44. - [[Κατὰ]] Σουΐδ. «κεκαινοπεποιημένοι... τουτέστιν ὑγιεῖς», [[ἔνθα]] διορθωτέον κεκαινοποιημένοι.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />faire du nouveau, innover ; <i>Pass.</i> [[τί]] καινοποιηθὲν λέγεις ; SOPH que s’est-il passé de nouveau ? que veux-tu dire ?<br />'''Étymologie:''' [[καινός]], [[ποιέω]].
}}
}}