3,253,944
edits
(6_6) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κακουργέω''': εἶμαι [[κακοῦργος]], [[πράττω]] κακά, δεινὰ πράγματα, Εὐρ. Ὀρ. 823, κτλ.· κακουργεῖν τι Ἀντιφῶν 118. 11· μηδὲν κακουργεῖν Πλάτ. Πρωτ. 326Α· [[περί]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 416C· [[ἵππος]] ἢν κακουργῇ, ἐὰν [[εἶναι]] κακός, ἐάν προξενῇ βλάβην Ξεν. Οἰκ. 3. 11· ἀδικεῖν καὶ κακ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1175· κακουργέειν καὶ ἐξαμαρτάνειν Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 375D· ― ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, κακ. ἐν τοῖς λόγοις, [[ἀγωνίζομαι]] διὰ σοφιστικῶν τεχνασμάτων, κτλ., Πλάτ. Γοργ. 489Β, πρβλ. 483Α, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 7· οὕτω, κακ. τὸν λόγον, μεταχειρίζομαι οὐχὶ ὀρθῶς τὸ [[ἐπιχείρημα]], Πλάτ. Πολ. 338D· ― ἐπὶ πραγμάτων, [[βλάπτω]], ὁ... ἱδρὼς κακουργεῖ Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., προξενῶ βλάβην ἢ κακὸν εἴς τινα, «κακομεταχειρίζομαι», [[βλάπτω]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 257, Εὐρ. Ἱκέτ. 537· κακουργεῖν καὶ ἀδικεῖν Πλάτ. Νόμ. 679Ε. ― Παθ., κακουργεῖται ἡ [[ἀτυχία]] Ἀντιφῶν 118. 2· ― λεηλατῶ χώραν, κακ. τὴν Εὔβοιαν Θουκ. 2. 32, πρβλ. 3. 1· κακ. τὴν χώραν καὶ τὰ κτήματα Πλάτ. Νόμ. 760Ε, κτλ.· ― παραποιῶ, διαθφείρω, τοὺς νόμους Δημ. 721. 20· τὰ ἀληθῆ καὶ μὴ κακουργούμενα ὁ αὐτ. 878. 5· πρβλ. [[κακοτεχνέω]] 2. 2) [[ὡσαύτως]] μ. δοτ., κ. τοῖς προβάτοις, ἐπὶ κυνῶν, Πλάτ. Νόμ. 933E. κτλ.· τὰ ἐν τοῖς ξυμβολαίοις κακουργήματα Πλάτ. Πολ. 426E. | |lstext='''κακουργέω''': εἶμαι [[κακοῦργος]], [[πράττω]] κακά, δεινὰ πράγματα, Εὐρ. Ὀρ. 823, κτλ.· κακουργεῖν τι Ἀντιφῶν 118. 11· μηδὲν κακουργεῖν Πλάτ. Πρωτ. 326Α· [[περί]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 416C· [[ἵππος]] ἢν κακουργῇ, ἐὰν [[εἶναι]] κακός, ἐάν προξενῇ βλάβην Ξεν. Οἰκ. 3. 11· ἀδικεῖν καὶ κακ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1175· κακουργέειν καὶ ἐξαμαρτάνειν Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττ. 375D· ― ἐπὶ λογικῶν ἐπιχειρημάτων, κακ. ἐν τοῖς λόγοις, [[ἀγωνίζομαι]] διὰ σοφιστικῶν τεχνασμάτων, κτλ., Πλάτ. Γοργ. 489Β, πρβλ. 483Α, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 7· οὕτω, κακ. τὸν λόγον, μεταχειρίζομαι οὐχὶ ὀρθῶς τὸ [[ἐπιχείρημα]], Πλάτ. Πολ. 338D· ― ἐπὶ πραγμάτων, [[βλάπτω]], ὁ... ἱδρὼς κακουργεῖ Ξεν. Ἀπομν. 1. 4, 6. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., προξενῶ βλάβην ἢ κακὸν εἴς τινα, «κακομεταχειρίζομαι», [[βλάπτω]], Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 257, Εὐρ. Ἱκέτ. 537· κακουργεῖν καὶ ἀδικεῖν Πλάτ. Νόμ. 679Ε. ― Παθ., κακουργεῖται ἡ [[ἀτυχία]] Ἀντιφῶν 118. 2· ― λεηλατῶ χώραν, κακ. τὴν Εὔβοιαν Θουκ. 2. 32, πρβλ. 3. 1· κακ. τὴν χώραν καὶ τὰ κτήματα Πλάτ. Νόμ. 760Ε, κτλ.· ― παραποιῶ, διαθφείρω, τοὺς νόμους Δημ. 721. 20· τὰ ἀληθῆ καὶ μὴ κακουργούμενα ὁ αὐτ. 878. 5· πρβλ. [[κακοτεχνέω]] 2. 2) [[ὡσαύτως]] μ. δοτ., κ. τοῖς προβάτοις, ἐπὶ κυνῶν, Πλάτ. Νόμ. 933E. κτλ.· τὰ ἐν τοῖς ξυμβολαίοις κακουργήματα Πλάτ. Πολ. 426E. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>I.</b> agir avec perfidie <i>ou</i> déloyauté, recourir à des artifices;<br /><b>II.</b> agir méchamment, <i>d’où</i><br /><b>1</b> maltraiter, nuire à, faire du tort à, τινι ; <i>particul.</i> dévaster un pays, acc. ; être incommode;<br /><b>2</b> <i>abs.</i> être méchant <i>ou</i> vicieux <i>en parl. d’un cheval</i>.<br />'''Étymologie:''' [[κακοῦργος]]. | |||
}} | }} |