Anonymous

καλχαίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλχαίνω''': ([[κάλχη]]) [[κυρίως]], [[κάμνω]] τι πορφυροῦν. ― Παθ., εἶμαι [[πορφυροῦς]], Νικ. Θ. 641. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Ὁμηρικὸν [[πορφύρω]] (πρβλ. [[Κάλχας]]), [[κάμνω]] τι σκοτεινὸν καὶ ταραχῶδες ὅμοιον πρὸς τὴν τρικυμιώδη θάλασσαν, [[σκέπτομαι]] ἢ [[ἐξετάζω]] τι κατὰ [[βάθος]], Λατ. volutare, καλ. [[ἔπος]] Σοφ. Ἀντ. 20· [[ἀμφί]] τινι Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 40· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, λέκτρων στερηθείς, ὧν ἐκάλχαινε τυχεῖν Λυκόφρ. 1457.
|lstext='''καλχαίνω''': ([[κάλχη]]) [[κυρίως]], [[κάμνω]] τι πορφυροῦν. ― Παθ., εἶμαι [[πορφυροῦς]], Νικ. Θ. 641. ΙΙ. μεταφ., ὡς τὸ Ὁμηρικὸν [[πορφύρω]] (πρβλ. [[Κάλχας]]), [[κάμνω]] τι σκοτεινὸν καὶ ταραχῶδες ὅμοιον πρὸς τὴν τρικυμιώδη θάλασσαν, [[σκέπτομαι]] ἢ [[ἐξετάζω]] τι κατὰ [[βάθος]], Λατ. volutare, καλ. [[ἔπος]] Σοφ. Ἀντ. 20· [[ἀμφί]] τινι Εὐρ. [[Ἡρακλ]]. 40· [[ὡσαύτως]] μετ’ ἀπαρ., ἐπιθυμῶ, ποθῶ, λέκτρων στερηθείς, ὧν ἐκάλχαινε τυχεῖν Λυκόφρ. 1457.
}}
{{bailly
|btext=avoir la couleur foncée de la pourpre ; <i>abs.</i> avoir une teinte sombre ; <i>fig.</i> être sombre, être plongé dans des réflexions ; [[τι]], méditer profondément qch.<br />'''Étymologie:''' [[κάλχη]].
}}
}}