Anonymous

καθοσιόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθοσιόω''': ὡς τὸ [[καθιερόω]], [[ἀνατίθημι]], ἀφιερῶ, [[ἄγαλμα]] [[Πολυδ]]. Α΄, 11: - Μέσ., ὃν θεῷ καθωσιώσατο Εὐρ. Ι. Τ. 1320: Παθ., [[ἐπεὶ]] δὲ βωμῷ πόπανα καὶ προθύματα καθωσιώθη Ἀριστοφ. Πλ. 661, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 23· καθωσιωμένος τινί, ἀφωσιωμένος εἴς τινα, ἐπὶ προσώπων, Ἡρῳδιαν. 7. 6, πρβλ. Εὐστ. Ἱστ. Ἐκκλ. 9. 1. 2) καθ. πόλιν καθαρμοῖς, ἁγνίζειν, Πλουτ. Σόλων 12.
|lstext='''καθοσιόω''': ὡς τὸ [[καθιερόω]], [[ἀνατίθημι]], ἀφιερῶ, [[ἄγαλμα]] [[Πολυδ]]. Α΄, 11: - Μέσ., ὃν θεῷ καθωσιώσατο Εὐρ. Ι. Τ. 1320: Παθ., [[ἐπεὶ]] δὲ βωμῷ πόπανα καὶ προθύματα καθωσιώθη Ἀριστοφ. Πλ. 661, πρβλ. Διον. Ἁλ. 2. 23· καθωσιωμένος τινί, ἀφωσιωμένος εἴς τινα, ἐπὶ προσώπων, Ἡρῳδιαν. 7. 6, πρβλ. Εὐστ. Ἱστ. Ἐκκλ. 9. 1. 2) καθ. πόλιν καθαρμοῖς, ἁγνίζειν, Πλουτ. Σόλων 12.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> consacrer, offrir en sacrifice;<br /><b>2</b> sanctifier, purifier, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> καθοσιόομαι-οῦμαι faire consacrer pour soi.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὁσιόω]].
}}
}}