3,258,334
edits
(6_14) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱστουργός''': ὁ ἢ ἡ, ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὸν ἱστόν, [[ὑφαντουργός]], Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 3, Διον. Ἀλεξ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγλ. Προπ. 774Α. | |lstext='''ἱστουργός''': ὁ ἢ ἡ, ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὸν ἱστόν, [[ὑφαντουργός]], Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 3, Διον. Ἀλεξ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγλ. Προπ. 774Α. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br />qui tisse, tisserand.<br />'''Étymologie:''' [[ἱστός]], [[ἔργον]]. | |||
}} | }} |