Anonymous

ἱστουργός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἱστουργός''': ὁ ἢ ἡ, ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὸν ἱστόν, [[ὑφαντουργός]], Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 3, Διον. Ἀλεξ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγλ. Προπ. 774Α.
|lstext='''ἱστουργός''': ὁ ἢ ἡ, ὁ ἐργαζόμενος εἰς τὸν ἱστόν, [[ὑφαντουργός]], Ἰωσήπου Ἰουδ. Πόλ. 1. 24, 3, Διον. Ἀλεξ. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγλ. Προπ. 774Α.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ, ἡ)<br />qui tisse, tisserand.<br />'''Étymologie:''' [[ἱστός]], [[ἔργον]].
}}
}}