3,274,916
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἰάσιμος''': ῑᾱ, ον, ([[ἰάομαι]]) ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, [[θεραπεύσιμος]], [[εὐθεράπευτος]], ἀντίθ. τῷ [[ἀνίατος]], ἐπὶ προσώπων, φαρμάκοις Αἰσχύλ. Πρ. 475, Πλάτ., κλπ.· διαφθείρεσθαι [[ἰάσιμος]] ὢν Ἀντιφῶν 126. 19· μεταφ., εὐκόλως πραϋνόμενος, θεὸς Εὑρ. Ὀρ. 399. 2) ἐπὶ τραυμάτων, [[τραῦμα]] ἰάσ. Πλάτ. Νόμ. 878C· μεταφ., ἰάσιμον [[ἁμάρτημα]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 525Β· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 731D· ἰάσιμον τὸ [[πάθος]] Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 4. | |lstext='''ἰάσιμος''': ῑᾱ, ον, ([[ἰάομαι]]) ὃν δύναταί τις νὰ θεραπεύσῃ, [[θεραπεύσιμος]], [[εὐθεράπευτος]], ἀντίθ. τῷ [[ἀνίατος]], ἐπὶ προσώπων, φαρμάκοις Αἰσχύλ. Πρ. 475, Πλάτ., κλπ.· διαφθείρεσθαι [[ἰάσιμος]] ὢν Ἀντιφῶν 126. 19· μεταφ., εὐκόλως πραϋνόμενος, θεὸς Εὑρ. Ὀρ. 399. 2) ἐπὶ τραυμάτων, [[τραῦμα]] ἰάσ. Πλάτ. Νόμ. 878C· μεταφ., ἰάσιμον [[ἁμάρτημα]] ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 525Β· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 731D· ἰάσιμον τὸ [[πάθος]] Ἄλεξ. ἐν «Λέβητι» 5. 4. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />guérissable.<br />'''Étymologie:''' [[ἰάομαι]]. | |||
}} | }} |