Anonymous

κάμμορος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάμμορος''': -ον, Ἐπικ. ἀντὶ κατάμορος, ὑποκείμενος εἰς τὴν μοῖραν, κακὴν ἔχων μοῖραν, [[κακόμοιρος]], περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν Ὀδ. Λ. 216, πρβλ. Β. 351, Ε. 160· - [[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ.
|lstext='''κάμμορος''': -ον, Ἐπικ. ἀντὶ κατάμορος, ὑποκείμενος εἰς τὴν μοῖραν, κακὴν ἔχων μοῖραν, [[κακόμοιρος]], περὶ πάντων κάμμορε φωτῶν Ὀδ. Λ. 216, πρβλ. Β. 351, Ε. 160· - [[οὐδαμοῦ]] ἐν Ἰλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />malheureux.<br />'''Étymologie:''' par sync. et assimil. p. *κατάμορος, de [[κατά]], [[μόρος]].
}}
}}