Anonymous

καθαγίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καθαγίζω''': μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ· Ἰων. καταγιῶ Ἡρόδ. 1. 86. Καθιερῶ, [[προσφέρω]] εἰς θεόν τινα, τινί τι, ἀκροθίνια [[ταῦτα]] καταγιεῖν θεῶν ὅτεῳ δὴ Ἡρόδ. [[ἔνθα]] ἀνωτ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 566, πρβλ. Λυσιστρ. 238, Πλάτ. κλ.· - ἐπὶ θυσίας διὰ [[πυρός]], θυμιήματα κ. Ἡρόδοτ. 2. 130· κ. πυρὶ [[αὐτόθι]] 47· κ. ἐπὶ πυρῆς 7. 167· ἐπὶ τοῦ βωμοῦ 1. 183· ἀπολ., 2. 40, κτλ.: - [[προσφέρω]] προσφορὰς εἰς τὰς ψυχὰς τῶν νεκρῶν, Λατ. parentare, Λουκ. περὶ Πένθους 9. ΙΙ. [[καθόλου]], [[καίω]], καταγιζομένου τοῦ καρποῦ τοῦ ἐπιβαλλομένου ἐπὶ τὸ πῦρ Ἡρόδ. 1. 202· - [[καίω]] νεκρὸν [[σῶμα]], ἔτι δὲ καὶ [[θάπτω]], Πλούτ. Ἀντών. 14, πρβλ. Βροῦτ. 20· οὕτω πιθαν. ἐν Σοφ. Ἀντ. 1081, ὅσων σπαράγματ’ ἢ κύνες καθήγισαν, ὅσων τὰ κατεσπαραγμένα σώματα κύνες ἔθαψαν, δηλ. κατέφαγον, (Λαυρ. Κῶδ. καθήγνισαν· ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει, [[μετὰ]] ἅγους ἐκόμισαν· ὁ Δινδ. ἕπεται τῷ Wunder νομίζοντι ὅτι οἱ στίχοι 1080-1083 [[εἶναι]] νόθοι), ἴδε σημ. Jebb, [[ὅστις]] παραδέχεται τὴν γραφὴν καθήγνισαν.
|lstext='''καθαγίζω''': μέλλ. -ίσω, Ἀττ. -ιῶ· Ἰων. καταγιῶ Ἡρόδ. 1. 86. Καθιερῶ, [[προσφέρω]] εἰς θεόν τινα, τινί τι, ἀκροθίνια [[ταῦτα]] καταγιεῖν θεῶν ὅτεῳ δὴ Ἡρόδ. [[ἔνθα]] ἀνωτ., Ἀριστοφ. Ὄρν. 566, πρβλ. Λυσιστρ. 238, Πλάτ. κλ.· - ἐπὶ θυσίας διὰ [[πυρός]], θυμιήματα κ. Ἡρόδοτ. 2. 130· κ. πυρὶ [[αὐτόθι]] 47· κ. ἐπὶ πυρῆς 7. 167· ἐπὶ τοῦ βωμοῦ 1. 183· ἀπολ., 2. 40, κτλ.: - [[προσφέρω]] προσφορὰς εἰς τὰς ψυχὰς τῶν νεκρῶν, Λατ. parentare, Λουκ. περὶ Πένθους 9. ΙΙ. [[καθόλου]], [[καίω]], καταγιζομένου τοῦ καρποῦ τοῦ ἐπιβαλλομένου ἐπὶ τὸ πῦρ Ἡρόδ. 1. 202· - [[καίω]] νεκρὸν [[σῶμα]], ἔτι δὲ καὶ [[θάπτω]], Πλούτ. Ἀντών. 14, πρβλ. Βροῦτ. 20· οὕτω πιθαν. ἐν Σοφ. Ἀντ. 1081, ὅσων σπαράγματ’ ἢ κύνες καθήγισαν, ὅσων τὰ κατεσπαραγμένα σώματα κύνες ἔθαψαν, δηλ. κατέφαγον, (Λαυρ. Κῶδ. καθήγνισαν· ἀλλ’ ὁ Σχολ. ἑρμηνεύει, [[μετὰ]] ἅγους ἐκόμισαν· ὁ Δινδ. ἕπεται τῷ Wunder νομίζοντι ὅτι οἱ στίχοι 1080-1083 [[εἶναι]] νόθοι), ἴδε σημ. Jebb, [[ὅστις]] παραδέχεται τὴν γραφὴν καθήγνισαν.
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> déposer pour une consécration, consacrer, offrir en sacrifice, <i>acc. ; abs.</i> offrir un sacrifice aux mânes (<i>lat.</i> parentare);<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> offrir un sacrifice par le feu, brûler pour un sacrifice : καθ. πυρί HDT, καθ. ἐπὶ πύρης HDT déposer sur un bûcher :<br /><b>1</b> brûler <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> enterrer un mort après l’avoir brûlé sur le bûcher ; enterrer, ensevelir <i>en gén.</i> : ὅσων σπαράγματα κύνες καθήγισαν SOPH de tous ceux dont les chiens ont enseveli, <i>càd</i> dévoré les membres déchirés.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἁγίζω]].
}}
}}