3,274,819
edits
(6_4) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κάσις''': ᾰ, ὁ, γεν. κάσιος, πρῶτον ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1234· δοτ. πληθ. κασίεσσι, Νικ. Θηρ. 345:―[[ἀδελφός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 674, κτλ.· κλητ. κάσι Σοφ. Ο. Κ. 1440· ἡ [[κάσις]], ἡ [[ἀδελφή]], τὴν Ἕκτορός τε χἁτέρων πολλῶν κάσιν Εὐρ. Ἑκ. 361, 943:―μεταφ., λιγνὺν μέλαιναν, αἰόλην πυρὸς κάσιν Αἰσχύλ. Θήβ. 494· [[κάσις]] πηλοῦ ξύνουρος διψία [[κόνις]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 495· πρβλ. [[κασιγνήτη]]· οἱ Λάκωνες τοὺς ἐν τῇ αὐτῇ ἀγέλῃ ἀνατρεφομένους παῖδας ἐκάλουν κάσεις, Böckh ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1, σ. 613. πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. [[κάσιοι]] ― (Ὁ [[τύπος]] [[κάσις]] δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἂν καὶ περιέχεται ἐν τῷ κασίγνητος, -γνήτη. Ἅπαντα [[εἶναι]] λέξεις ποιητικαί. Ἡ [[ἐτυμολογία]] τοῦ [[κάσις]] [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]]: τὰ ὀνόματα Κασσάνδρα, Κασσιέπεια εἰσὶ συγγενῆ). | |lstext='''κάσις''': ᾰ, ὁ, γεν. κάσιος, πρῶτον ἐν Ὀρφ. Ἀργ. 1234· δοτ. πληθ. κασίεσσι, Νικ. Θηρ. 345:―[[ἀδελφός]], Αἰσχύλ. Θήβ. 674, κτλ.· κλητ. κάσι Σοφ. Ο. Κ. 1440· ἡ [[κάσις]], ἡ [[ἀδελφή]], τὴν Ἕκτορός τε χἁτέρων πολλῶν κάσιν Εὐρ. Ἑκ. 361, 943:―μεταφ., λιγνὺν μέλαιναν, αἰόλην πυρὸς κάσιν Αἰσχύλ. Θήβ. 494· [[κάσις]] πηλοῦ ξύνουρος διψία [[κόνις]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 495· πρβλ. [[κασιγνήτη]]· οἱ Λάκωνες τοὺς ἐν τῇ αὐτῇ ἀγέλῃ ἀνατρεφομένους παῖδας ἐκάλουν κάσεις, Böckh ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1, σ. 613. πρβλ. Ἡσύχ. ἐν λ. [[κάσιοι]] ― (Ὁ [[τύπος]] [[κάσις]] δὲν ἀπαντᾷ παρ’ Ὁμ., ἂν καὶ περιέχεται ἐν τῷ κασίγνητος, -γνήτη. Ἅπαντα [[εἶναι]] λέξεις ποιητικαί. Ἡ [[ἐτυμολογία]] τοῦ [[κάσις]] [[εἶναι]] [[ἄγνωστος]]: τὰ ὀνόματα Κασσάνδρα, Κασσιέπεια εἰσὶ συγγενῆ). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ιος (ὁ, ἡ)<br />frère <i>ou</i> sœur.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. obscure. | |||
}} | }} |