Anonymous

κατάγλωττος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάγλωττος''': -ον, [[πολυλόγος]], «πολυλογᾶς», «γλωσσᾶς», Γέλλ. 1. 25, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2.16, 20· πρβλ. [[κάτοξος]]. ΙΙ. ποιήματα κ., ποιήματα ἐν γλώσσῃ ἐξεζητημένη καὶ οὐχὶ συνήθει, οἷα τὰ τοῦ Εὐφορίωνος, ἴδε Meineke εἰς Εὐφορ. σ. 47, Ἀνθ. Π. 11. 218· τό κατάγλωττον τῆς λέξεως Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 53· [[οὕτως]] ἐν Λουκ. Λεξιφ. 25 ὁ Meineke διορθοῖ, [[οὐδέ]]… ἐπαινοῦμεν τοὺς κατάγλωττα (ἀντὶ κατὰ γλῶτταν) γράφοντας ποιήματα· πρβλ. [[καταγλωττίζω]] Ι, [[γλῶσσα]] ΙΙ. 2.
|lstext='''κατάγλωττος''': -ον, [[πολυλόγος]], «πολυλογᾶς», «γλωσσᾶς», Γέλλ. 1. 25, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2.16, 20· πρβλ. [[κάτοξος]]. ΙΙ. ποιήματα κ., ποιήματα ἐν γλώσσῃ ἐξεζητημένη καὶ οὐχὶ συνήθει, οἷα τὰ τοῦ Εὐφορίωνος, ἴδε Meineke εἰς Εὐφορ. σ. 47, Ἀνθ. Π. 11. 218· τό κατάγλωττον τῆς λέξεως Διον. Ἁλ. π. Θουκ. 53· [[οὕτως]] ἐν Λουκ. Λεξιφ. 25 ὁ Meineke διορθοῖ, [[οὐδέ]]… ἐπαινοῦμεν τοὺς κατάγλωττα (ἀντὶ κατὰ γλῶτταν) γράφοντας ποιήματα· πρβλ. [[καταγλωττίζω]] Ι, [[γλῶσσα]] ΙΙ. 2.
}}
{{bailly
|btext=<i>att. c.</i> [[κατάγλωσσος]].
}}
}}