3,277,700
edits
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταβιάζω''': βιαίως [[ὑποτάσσω]], Φίλων 1. 685: -βέλτιον ὡς ἀποθ., [[βιάζω]], παραβιάζω, [[ἀναγκάζω]], καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλοὺς Θουκ. 4. 123, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 28· δυνάμει καὶ φίλοις καὶ χάριτι καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 385E. ΙΙ. Παθ., ἀναγκάζομαι, καταβιάζεται ὑπ’ ἐκείνου ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 11, πρβλ. Wyttenb. 2. 639F· μετ’ ἀπαρ., πράγματα ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 75F, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Εὐτρόπιος· [[νούσημα]] ἢδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον, ἐπὶ χρονίου νοσήματος, Ἱππ. 303. 46. | |lstext='''καταβιάζω''': βιαίως [[ὑποτάσσω]], Φίλων 1. 685: -βέλτιον ὡς ἀποθ., [[βιάζω]], παραβιάζω, [[ἀναγκάζω]], καταβιάσασθαι παρὰ γνώμην τοὺς πολλοὺς Θουκ. 4. 123, πρβλ. Ἀππ. Ἐμφυλ. 2. 28· δυνάμει καὶ φίλοις καὶ χάριτι καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 385E. ΙΙ. Παθ., ἀναγκάζομαι, καταβιάζεται ὑπ’ ἐκείνου ὁ αὐτ. ἐν Θησ. 11, πρβλ. Wyttenb. 2. 639F· μετ’ ἀπαρ., πράγματα ὁμολογεῖν μὴ πεφυκότα καταβιαζόμενοι Πλούτ. 2. 75F, Εὐνάπ. παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Εὐτρόπιος· [[νούσημα]] ἢδη ὑπὸ χρόνου πολλοῦ καταβεβιασμένον, ἐπὶ χρονίου νοσήματος, Ἱππ. 303. 46. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=forcer, contraindre.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[βιάζω]]. | |||
}} | }} |