Anonymous

κατακάρφω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_1)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακάρφω''': (ἴδε [[κάρφω]]), ποιῶ τι ὡς [[κάρφος]], [[μαραίνω]] ἢ [[ξηραίνω]] ἐντελῶς, [[ἀφανίζω]], Ἡσύχ. - Παθ., ξηραίνομαι, [[πίπτω]] [[κάτω]] [[ξηρός]], φυλλάδος κατακαρφομένης Αἰσχύλ. Ἀγ. 80.
|lstext='''κατακάρφω''': (ἴδε [[κάρφω]]), ποιῶ τι ὡς [[κάρφος]], [[μαραίνω]] ἢ [[ξηραίνω]] ἐντελῶς, [[ἀφανίζω]], Ἡσύχ. - Παθ., ξηραίνομαι, [[πίπτω]] [[κάτω]] [[ξηρός]], φυλλάδος κατακαρφομένης Αἰσχύλ. Ἀγ. 80.
}}
{{bailly
|btext=dessécher entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κάρφω]].
}}
}}