Anonymous

κατακρέμαμαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακρέμᾰμαι''': Μέσ., κρέμαμαι πρὸς τὰ [[κάτω]], αἰωροῦμαι, Ἡρόδ. 4. 72. φύσκαι προσπεπασσαλευμέναι κ. Κρατῖν. ἐν «Πλούτ.» 1· ἔκ τινος πράγματος, κώδωνες κατ. τῆς ἐσθῆτος Πλούτ. 2. 672Α· ὅρμοι, ὧν κατεκρέμαντο λίθοι [[Πολυδ]]. Ε΄, 98.
|lstext='''κατακρέμᾰμαι''': Μέσ., κρέμαμαι πρὸς τὰ [[κάτω]], αἰωροῦμαι, Ἡρόδ. 4. 72. φύσκαι προσπεπασσαλευμέναι κ. Κρατῖν. ἐν «Πλούτ.» 1· ἔκ τινος πράγματος, κώδωνες κατ. τῆς ἐσθῆτος Πλούτ. 2. 672Α· ὅρμοι, ὧν κατεκρέμαντο λίθοι [[Πολυδ]]. Ε΄, 98.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être suspendu à, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κρέμαμαι]].
}}
}}