Anonymous

κατακονδυλίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακονδῠλίζω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ [[κονδυλίζω]], διὰ τῶν κονδύλων ἢ [[γρόνθων]] κτυπῶ, κονδύλοις [[καταβάλλω]], κατακεκονδύλισται, [[ὥστε]] ἔχειν τὰ τῶν κονδύλων ἴχνη τοῦ Μειδίου ἔτι φανερὰ Αἰσχίν. 84, 22.
|lstext='''κατακονδῠλίζω''': ἐπιτεταμ. ἀντὶ [[κονδυλίζω]], διὰ τῶν κονδύλων ἢ [[γρόνθων]] κτυπῶ, κονδύλοις [[καταβάλλω]], κατακεκονδύλισται, [[ὥστε]] ἔχειν τὰ τῶν κονδύλων ἴχνη τοῦ Μειδίου ἔτι φανερὰ Αἰσχίν. 84, 22.
}}
{{bailly
|btext=abattre d’un coup de poing, frapper à coups de poing.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κονδυλίζω]].
}}
}}