Anonymous

καταπέρδω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπέρδω''': τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -[[πέρδομαι]]: ἀόρ. κατέπαρδον: πρκμ. καταπέπορδα·- κλάνω ἐνώπιόν τινος ἢ κατά τινος· χυδαία [[ἔκφρασις]], - τινός, εἰς [[σημεῖον]] περιφρονήσεως, τὸ τοῦ Ὁρατίου oppedere alicui, τῶν χειροτεχνῶν καὶ τῆς πενίας κατέπαρδον Ἀριστοφ. Πλ. 617, Σφ. 618, Εἰρ. 547· τῶν ληρούντων Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 28.
|lstext='''καταπέρδω''': τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -[[πέρδομαι]]: ἀόρ. κατέπαρδον: πρκμ. καταπέπορδα·- κλάνω ἐνώπιόν τινος ἢ κατά τινος· χυδαία [[ἔκφρασις]], - τινός, εἰς [[σημεῖον]] περιφρονήσεως, τὸ τοῦ Ὁρατίου oppedere alicui, τῶν χειροτεχνῶν καὶ τῆς πενίας κατέπαρδον Ἀριστοφ. Πλ. 617, Σφ. 618, Εἰρ. 547· τῶν ληρούντων Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 28.
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.2</i> κατέπαρδον;<br />péter au nez de ; se moquer de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], πέρδω.
}}
}}