3,277,206
edits
(6_21) |
(Bailly1_3) |
||
Line 4: | Line 4: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπέρδω''': τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -[[πέρδομαι]]: ἀόρ. κατέπαρδον: πρκμ. καταπέπορδα·- κλάνω ἐνώπιόν τινος ἢ κατά τινος· χυδαία [[ἔκφρασις]], - τινός, εἰς [[σημεῖον]] περιφρονήσεως, τὸ τοῦ Ὁρατίου oppedere alicui, τῶν χειροτεχνῶν καὶ τῆς πενίας κατέπαρδον Ἀριστοφ. Πλ. 617, Σφ. 618, Εἰρ. 547· τῶν ληρούντων Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 28. | |lstext='''καταπέρδω''': τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -[[πέρδομαι]]: ἀόρ. κατέπαρδον: πρκμ. καταπέπορδα·- κλάνω ἐνώπιόν τινος ἢ κατά τινος· χυδαία [[ἔκφρασις]], - τινός, εἰς [[σημεῖον]] περιφρονήσεως, τὸ τοῦ Ὁρατίου oppedere alicui, τῶν χειροτεχνῶν καὶ τῆς πενίας κατέπαρδον Ἀριστοφ. Πλ. 617, Σφ. 618, Εἰρ. 547· τῶν ληρούντων Ἐπικρ. ἐν Ἀδήλ. 28. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ao.2</i> κατέπαρδον;<br />péter au nez de ; se moquer de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], πέρδω. | |||
}} | }} |