Anonymous

καταλοάω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾰλοάω''': μέλλ. -ήσω, κατασυντρίβω εἰς τεμάχια, ὡς ἐν τῷ ἁλωνίῳ, [[ἁλωνίζω]], «στουμπίζω», συντελῶ, τελειώνω, μετ’ αἰτιατ., τῇ ρύμῃ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31, τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Αἰσχίν. 46. 36.- Παθ., κατηλόηται, κατατέτριπται, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγ.»1. 5 τὴν ὀφρῦν κατηλοημένος Λουκ. Ἰκαρ. 15· («οὐχὶ [[ἁπλῶς]] [[κτείνω]], ἀλλὰ ξύλοις παίων· ἀφ’ ὧν καὶ [[πατραλοίας]] ὁ τὸν πατέρα κτείνων» Φώτ. 149, 9).
|lstext='''κατᾰλοάω''': μέλλ. -ήσω, κατασυντρίβω εἰς τεμάχια, ὡς ἐν τῷ ἁλωνίῳ, [[ἁλωνίζω]], «στουμπίζω», συντελῶ, τελειώνω, μετ’ αἰτιατ., τῇ ρύμῃ τῶν ἵππων τοὺς πίπτοντας κατηλόων Ξεν. Κύρ. 7. 1, 31, τοὺς ὁμήρους κατηλόησαν Αἰσχίν. 46. 36.- Παθ., κατηλόηται, κατατέτριπται, Εὔβουλ. ἐν «Αὐγ.»1. 5 τὴν ὀφρῦν κατηλοημένος Λουκ. Ἰκαρ. 15· («οὐχὶ [[ἁπλῶς]] [[κτείνω]], ἀλλὰ ξύλοις παίων· ἀφ’ ὧν καὶ [[πατραλοίας]] ὁ τὸν πατέρα κτείνων» Φώτ. 149, 9).
}}
{{bailly
|btext=-οῶ;<br />écraser sur l’aire ; <i>fig.</i> abîmer, rouer de coups.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀλοάω]].
}}
}}