3,277,172
edits
(6_8) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατάδῠσις''': -εως, ἡ, ἡ ὑπὸ τὸ [[ὕδωρ]] καταβύθισις, [[δύσις]], ἐπὶ ἀστέρων, Ἵππαρχ. εἰς Ἄρατ.·―[[κατάβασις]], Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 33. ΙΙ. [[κρύπτη]], ὀπή, ὁ αὐτ. ἐν Ἔρωσι 34, Ἀθήν. 477D. | |lstext='''κατάδῠσις''': -εως, ἡ, ἡ ὑπὸ τὸ [[ὕδωρ]] καταβύθισις, [[δύσις]], ἐπὶ ἀστέρων, Ἵππαρχ. εἰς Ἄρατ.·―[[κατάβασις]], Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 33. ΙΙ. [[κρύπτη]], ὀπή, ὁ αὐτ. ἐν Ἔρωσι 34, Ἀθήν. 477D. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />action de s’enfoncer <i>ou</i> d’être englouti.<br />'''Étymologie:''' [[καταδύω]]. | |||
}} | }} |