Anonymous

καρτερόθυμος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καρτερόθῡμος''': -ον, ἔχων κρατερὰν καρδίαν, [[καρτερόψυχος]], ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Ἀχιλλέως, Τυδέως, Ὀδ. Φ. 25, Ἰλ. Ν. 350· ἐπὶ τῶν Μυσῶν, Ξ. 512· ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἡσ. Θ. 476· ἐπὶ τῆς Ἔριδος, [[αὐτόθι]] 225· [[καθόλου]], [[σφοδρός]], [[ἰσχυρός]], ἄνεμοι [[αὐτόθι]] 378.
|lstext='''καρτερόθῡμος''': -ον, ἔχων κρατερὰν καρδίαν, [[καρτερόψυχος]], ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, Ἀχιλλέως, Τυδέως, Ὀδ. Φ. 25, Ἰλ. Ν. 350· ἐπὶ τῶν Μυσῶν, Ξ. 512· ἐπὶ τοῦ [[Διός]], Ἡσ. Θ. 476· ἐπὶ τῆς Ἔριδος, [[αὐτόθι]] 225· [[καθόλου]], [[σφοδρός]], [[ἰσχυρός]], ἄνεμοι [[αὐτόθι]] 378.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />à l’âme ferme, courageux.<br />'''Étymologie:''' [[καρτερός]], [[θυμός]].
}}
}}