Anonymous

καταπεφρονηκότως: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπεφρονηκότως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταφρονέω, [[μετὰ]]
|lstext='''καταπεφρονηκότως''': Ἐπίρρ. μετοχ. ἐνεργ. πρκμ. τοῦ καταφρονέω, [[μετὰ]]
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />avec mépris.<br />'''Étymologie:''' [[καταφρονέω]].
}}
}}