Anonymous

καταλαλιά: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_10)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταλᾰλιά''': ἡ, κακὴ [[φήμη]], [[συκοφαντία]], [[κατηγορία]], [[κατάκρισις]], Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Α΄, 11), Καιν. Διαθ., Ἐκκλ.
|lstext='''καταλᾰλιά''': ἡ, κακὴ [[φήμη]], [[συκοφαντία]], [[κατηγορία]], [[κατάκρισις]], Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. Α΄, 11), Καιν. Διαθ., Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ᾶς (ἡ) :<br />mauvais propos, parole méchante <i>ou</i> injurieuse.<br />'''Étymologie:''' [[κατάλαλος]].
}}
}}