Anonymous

κατακλινής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακλῐνής''': -ές, κατακεκλιμένος ἢ ἀνακείμενος ἐπὶ κλίνης, [[κλινήρης]], [[κλινοπετής]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ´, 1096, Πολύβ. 31. 21, 7. ΙΙ. [[κατωφερής]], [[κατάντης]], ἐπικλινής, ἀταρπὸς Ἀνθ. Π. παράρτ. 48∙ [[γεώλοφος]] ἡρέμα κ. Διον. Ἁλ. 5. 38.
|lstext='''κατακλῐνής''': -ές, κατακεκλιμένος ἢ ἀνακείμενος ἐπὶ κλίνης, [[κλινήρης]], [[κλινοπετής]], Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Γ´, 1096, Πολύβ. 31. 21, 7. ΙΙ. [[κατωφερής]], [[κατάντης]], ἐπικλινής, ἀταρπὸς Ἀνθ. Π. παράρτ. 48∙ [[γεώλοφος]] ἡρέμα κ. Διον. Ἁλ. 5. 38.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> couché;<br /><b>2</b> incliné, qui va en pente.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλίνω]].
}}
}}