Anonymous

καταπτώσσω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπτώσσω''': «ζαρώνω», χαμηλώνω, ὡς τὸ [[καταπτήσσω]], [[τίπτε]] καταπτώσαντες ἀφέστατε; Ἰλ. Δ. 340, πρβλ. 224· κ. κύνες ὣς ἀμφὶ λέοντα Ε. 254, 476· «καταπτώσει· φοβεῖται, δειλιᾷ, ταπεινοῦται» Ἡσύχ.
|lstext='''καταπτώσσω''': «ζαρώνω», χαμηλώνω, ὡς τὸ [[καταπτήσσω]], [[τίπτε]] καταπτώσαντες ἀφέστατε; Ἰλ. Δ. 340, πρβλ. 224· κ. κύνες ὣς ἀμφὶ λέοντα Ε. 254, 476· «καταπτώσει· φοβεῖται, δειλιᾷ, ταπεινοῦται» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés;<br />c.</i> [[καταπτήσσω]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πτώσσω]].
}}
}}