3,273,006
edits
(6_12) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατακληρονομέω''': Ι. μετ’ αἰτ. πράγμ., 1) κληρονομῶ, [[λαμβάνω]] διὰ κληρονομίας, Ἑβδ. 2) ἀφίνω ὡς κληρονομίαν, διαμοιράζω, [[αὐτόθι]]. 3) διὰ κλήρων [[μοιράζω]], [[αὐτόθι]]. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] τινὰ κληρονόμον τινός, [[αὐτόθι]]. | |lstext='''κατακληρονομέω''': Ι. μετ’ αἰτ. πράγμ., 1) κληρονομῶ, [[λαμβάνω]] διὰ κληρονομίας, Ἑβδ. 2) ἀφίνω ὡς κληρονομίαν, διαμοιράζω, [[αὐτόθι]]. 3) διὰ κλήρων [[μοιράζω]], [[αὐτόθι]]. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] τινὰ κληρονόμον τινός, [[αὐτόθι]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> posséder à titre d’héritage, hériter;<br /><b>2</b> instituer par héritage;<br /><b>3</b> diviser <i>ou</i> distribuer par lots.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κληρονομέω]]. | |||
}} | }} |