Anonymous

κατακληρονομέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακληρονομέω''': Ι. μετ’ αἰτ. πράγμ., 1) κληρονομῶ, [[λαμβάνω]] διὰ κληρονομίας, Ἑβδ. 2) ἀφίνω ὡς κληρονομίαν, διαμοιράζω, [[αὐτόθι]]. 3) διὰ κλήρων [[μοιράζω]], [[αὐτόθι]]. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] τινὰ κληρονόμον τινός, [[αὐτόθι]].
|lstext='''κατακληρονομέω''': Ι. μετ’ αἰτ. πράγμ., 1) κληρονομῶ, [[λαμβάνω]] διὰ κληρονομίας, Ἑβδ. 2) ἀφίνω ὡς κληρονομίαν, διαμοιράζω, [[αὐτόθι]]. 3) διὰ κλήρων [[μοιράζω]], [[αὐτόθι]]. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., [[κάμνω]] τινὰ κληρονόμον τινός, [[αὐτόθι]].
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> posséder à titre d’héritage, hériter;<br /><b>2</b> instituer par héritage;<br /><b>3</b> diviser <i>ou</i> distribuer par lots.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[κληρονομέω]].
}}
}}