3,277,286
edits
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταζεύγνῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω:― ζευγνύω [[ὁμοῦ]], ἐν ἅρματι κ. [[σθένος]] ἵππειον Πινδ. Π. 2. 21.― Παθ., δύο πλοῖα κατεζευγμένα Διόδ. 20. 85· μεταφ., εἶμαι ἡνωμένος, ταῖς πρῶτον οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσιν Πλάτ. Νόμ. 753Ε· ἐπὶ γάμου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 1. 2) ἐν τῷ Παθ. [[ὡσαύτως]], περιορίζομαι, δεσμεύομαι, ὑπ’ ἀνάγκης Ἡρόδ. 8. 22· ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη Σοφ. Ἀντ. 946· δουλείᾳ Κλήμ. Ἀλ. 4. ΙΙ. ἀμετάβ., [[καταλύω]], [[στρατοπεδεύω]], ἀντίθετον τῷ [[ἀναζεύγνυμι]], Πολύβ. 3. 95, 3, κτλ. | |lstext='''καταζεύγνῡμι''': καὶ -ύω: μέλλ. -ζεύξω:― ζευγνύω [[ὁμοῦ]], ἐν ἅρματι κ. [[σθένος]] ἵππειον Πινδ. Π. 2. 21.― Παθ., δύο πλοῖα κατεζευγμένα Διόδ. 20. 85· μεταφ., εἶμαι ἡνωμένος, ταῖς πρῶτον οὕτω καταζευγνυμέναις πόλεσιν Πλάτ. Νόμ. 753Ε· ἐπὶ γάμου, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 4. 1. 2) ἐν τῷ Παθ. [[ὡσαύτως]], περιορίζομαι, δεσμεύομαι, ὑπ’ ἀνάγκης Ἡρόδ. 8. 22· ἐν τυμβήρει θαλάμῳ κατεζεύχθη Σοφ. Ἀντ. 946· δουλείᾳ Κλήμ. Ἀλ. 4. ΙΙ. ἀμετάβ., [[καταλύω]], [[στρατοπεδεύω]], ἀντίθετον τῷ [[ἀναζεύγνυμι]], Πολύβ. 3. 95, 3, κτλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=atteler ensemble, accoupler ; <i>Pass. fig.</i> κ. ὑπ’ ἀναγκαίης HDT être lié <i>ou</i> contraint par la nécessité ; être enfermé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ζεύγνυμι]]. | |||
}} | }} |