Anonymous

κατακοντίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατᾰκοντίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 9. 17· [[καταβάλλω]] ἀκοντίζων, ὁ αὐτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 277. 21, κτλ.· τὸ παθ. κατακοντίζομαι, Γρηγ.
|lstext='''κατᾰκοντίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἡροδ. 9. 17· [[καταβάλλω]] ἀκοντίζων, ὁ αὐτ. ἔνθ’ ἀνωτ., Δημ. 277. 21, κτλ.· τὸ παθ. κατακοντίζομαι, Γρηγ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> κατακοντιῶ, <i>ao.</i> κατεκόντισα;<br />abattre <i>ou</i> tuer à coups de javelots.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἀκοντίζω]].
}}
}}