Anonymous

κακογείτων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κᾰκογείτων''': -ον, γεν. ονος, κακὸς [[γείτων]], Καλλ. εἰς Δήμ. 117· ― ἀλλ’ ἐν Σοφ. Φιλ. 692, [[οὐδέ]] τιν’ ἐγχώρων κακογείτονα, δηλ. γείτονα κακῶν, ἢ ἐν κακοῖς, ἵνα ᾖ πλησίον [[αὐτοῦ]] [[ὅταν]] πάσχῃ, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
|lstext='''κᾰκογείτων''': -ον, γεν. ονος, κακὸς [[γείτων]], Καλλ. εἰς Δήμ. 117· ― ἀλλ’ ἐν Σοφ. Φιλ. 692, [[οὐδέ]] τιν’ ἐγχώρων κακογείτονα, δηλ. γείτονα κακῶν, ἢ ἐν κακοῖς, ἵνα ᾖ πλησίον [[αὐτοῦ]] [[ὅταν]] πάσχῃ, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
}}
{{bailly
|btext=ονος (ὁ, ἡ)<br />voisin de malheur, qui est proche du malheur.<br />'''Étymologie:''' [[κακός]], [[γείτων]].
}}
}}