Anonymous

κατακλυσμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατακλυσμός''': ὁ, πλημμύρα τῶν ὑδάτων, [[κάλυψις]] τῆς χώρας δι’ αὐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 677Α, 679D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 6∙ ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τίμ. 25C, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., κατ. πραγμάτων, [[λήθη]], φθορὰ τῶν.., Δημ. 299. 21.
|lstext='''κατακλυσμός''': ὁ, πλημμύρα τῶν ὑδάτων, [[κάλυψις]] τῆς χώρας δι’ αὐτῶν, Πλάτ. Νόμ. 677Α, 679D, Συλλ. Ἐπιγρ. 2374. 6∙ ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τίμ. 25C, κ. ἀλλ. 2) μεταφ., κατ. πραγμάτων, [[λήθη]], φθορὰ τῶν.., Δημ. 299. 21.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> inondation;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> cataclysme.<br />'''Étymologie:''' [[κατακλύζω]].
}}
}}