Anonymous

κατασπασμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασπασμός''': ὁ, = [[κατάσπασις]], ὁ κ. τῶν ὑγρῶν Πλούτ. 2. 650C. ΙΙ. μεταφορ., [[ἀθυμία]], [[αὐτόθι]] 78Α· [[καταβιβασμός]], [[ὕφεσις]] τῆς φωνῆς, τῷ κ. τοὺς βαρεῖς φθόγγους Ὀρειβ.
|lstext='''κατασπασμός''': ὁ, = [[κατάσπασις]], ὁ κ. τῶν ὑγρῶν Πλούτ. 2. 650C. ΙΙ. μεταφορ., [[ἀθυμία]], [[αὐτόθι]] 78Α· [[καταβιβασμός]], [[ὕφεσις]] τῆς φωνῆς, τῷ κ. τοὺς βαρεῖς φθόγγους Ὀρειβ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><b>1</b> action de tirer en bas, abaissement;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> abattement.<br />'''Étymologie:''' [[κατασπάω]].
}}
}}