Anonymous

κατατιτρώσκω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατατιτρώσκω''': μέλλ. -τρώσω, [[κατατραυματίζω]], [[κατακαλύπτω]] τινὰ διὰ τραυμάτων, πληγώνω καιρίως, θανασίμως, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 26· λίθοις καὶ τοξεύμασι [[αὐτόθι]] 4. 1, 10· ἑαυτὸν Διογ. Λ. 1. 60· δεινῶς κ. Διόδ. 17. 45· μεταφορ., κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς Φίλων (;)
|lstext='''κατατιτρώσκω''': μέλλ. -τρώσω, [[κατατραυματίζω]], [[κατακαλύπτω]] τινὰ διὰ τραυμάτων, πληγώνω καιρίως, θανασίμως, Ξεν. Ἀν. 3. 4, 26· λίθοις καὶ τοξεύμασι [[αὐτόθι]] 4. 1, 10· ἑαυτὸν Διογ. Λ. 1. 60· δεινῶς κ. Διόδ. 17. 45· μεταφορ., κατατετρωμένοι τὰς ψυχὰς Φίλων (;)
}}
{{bailly
|btext=<i>ao.</i> κατέτρωσα;<br />couvrir de blessures.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τιτρώσκω]].
}}
}}