3,274,827
edits
(6_5) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταμηνύω''': δεικνύω, φανερώνω, [[κάμνω]] γνωστόν, κ. διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Ἡρόδ. 7, 30· τόδ’ ἐγὼ καταμηνύσω Αἰσχύλ. Πρ. 175 (λυρ.)· πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 23, κτλ.· κ. ἑωυτὸν ὡς Ἱστιαῖος εἴη Ἡρόδ. 6, 29. 2) [[φέρω]] κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, [[καταγγέλλω]], τινός, ὡς τὸ [[καταμαρτυρέω]], Λυσ. 134, 17, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 2· ὁ [[Ποσειδῶν]] κατεμήνυσε σοῦ ψευδομένου Δημ. 719, 27· πρβλ Valck. Διατρ. σ. 291. ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., ῠ ἐν τῷ μέλλ. | |lstext='''καταμηνύω''': δεικνύω, φανερώνω, [[κάμνω]] γνωστόν, κ. διὰ γραμμάτων τοὺς οὔρους Ἡρόδ. 7, 30· τόδ’ ἐγὼ καταμηνύσω Αἰσχύλ. Πρ. 175 (λυρ.)· πρβλ. Πλουτ. Θεμιστ. 23, κτλ.· κ. ἑωυτὸν ὡς Ἱστιαῖος εἴη Ἡρόδ. 6, 29. 2) [[φέρω]] κατηγορίαν [[ἐναντίον]] τινός, [[καταγγέλλω]], τινός, ὡς τὸ [[καταμαρτυρέω]], Λυσ. 134, 17, Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 2· ὁ [[Ποσειδῶν]] κατεμήνυσε σοῦ ψευδομένου Δημ. 719, 27· πρβλ Valck. Διατρ. σ. 291. ῡ ἐν τῷ ἐνεστ., ῠ ἐν τῷ μέλλ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> indiquer, signaler, expliquer;<br /><b>2</b> dénoncer, accuser, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μηνύω]]. | |||
}} | }} |