Anonymous

κατάνομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάνομαι''': Παθ., (ἄνω, [[ἀνύω]]), φθείρομαι, ἀναλίσκομαι, σπαταλῶμαι, πολλὰ κατάνεται Ὀδ. Β, 58., Ρ, 537· μέτρα κατανομένων ἐνιαυτῶν = κατανυομένων, συμπληρουμένων, Ἄρατ. 464.
|lstext='''κατάνομαι''': Παθ., (ἄνω, [[ἀνύω]]), φθείρομαι, ἀναλίσκομαι, σπαταλῶμαι, πολλὰ κατάνεται Ὀδ. Β, 58., Ρ, 537· μέτρα κατανομένων ἐνιαυτῶν = κατανυομένων, συμπληρουμένων, Ἄρατ. 464.
}}
{{bailly
|btext=<i>seul. prés.</i><br />être consommé, épuisé <i>en parl. de biens</i>.<br />'''Étymologie:''' cf. [[κατανύω]].
}}
}}