Anonymous

καταπίμπρημι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπίμπρημι''': μέλλ. καταπρήσω, ἀόρ, κατέπρησα, [[καίω]] ἐντελῶς, [[κατακαίω]], κατεπίμπρασαν τὰς οἰκίας Πλουτ. Κάμιλλ. 22· φλογίζοντα καὶ καταπιμπρῶντα τὰ συνεχῆ Βασίλ.· τὴν ὕλην ὑφάψασαι καταπρήσωμεν Πολύαιν. 8. 65., 5. 17, σ. 500. 501· Παθ. καταπίμπραμαι, κατακαίομαι, καταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Πολύβ. 14. 4, 10· καταπρησθέντας τὸ [[σῶμα]] ἅπαν Λουκ. Παράσ. 57.
|lstext='''καταπίμπρημι''': μέλλ. καταπρήσω, ἀόρ, κατέπρησα, [[καίω]] ἐντελῶς, [[κατακαίω]], κατεπίμπρασαν τὰς οἰκίας Πλουτ. Κάμιλλ. 22· φλογίζοντα καὶ καταπιμπρῶντα τὰ συνεχῆ Βασίλ.· τὴν ὕλην ὑφάψασαι καταπρήσωμεν Πολύαιν. 8. 65., 5. 17, σ. 500. 501· Παθ. καταπίμπραμαι, κατακαίομαι, καταληφθέντες ὑπὸ τῆς φλογὸς κατεπρήσθησαν Πολύβ. 14. 4, 10· καταπρησθέντας τὸ [[σῶμα]] ἅπαν Λουκ. Παράσ. 57.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταπρήσω;<br />brûler entièrement.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πίμπρημι]].
}}
}}