Anonymous

καταστρέφω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταστρέφω''': μέλλ. -ψω, [[στρέφω]] τὸ ἄνω [[κάτω]] νὰ πέσῃ κατὰ γῆς, [[ὅπως]] ὁ κρημνίζων οἰκίαν, ὁ παλαιστὴς ὁ καταβάλλων τὸν ἀντίπαλόν του, ὁ ἐχθρὸς τὴν πόλιν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 73· (διὰ τοῦ ἀρότρου) τὴν γῆν ἀροτριῶ, [[φέρω]] τὰ ἄνω [[κάτω]] καὶ τὰ [[κάτω]] [[ἐπάνω]], Λατ., aratro vertere, Ξεν. Οἰκ. 17. 10· κάνθαρον κ., [[ἀνατρέπω]], [[στρέφω]] τὸ ἄνω [[κάτω]] [[ὥστε]] νὰ ἐκρεύσῃ ἅπαν τὸ ὑγρόν, Ἄλεξις ἐν «Κρατ.» 4, πρβλ. Σωτάδ. «Ἐγκλ.» 1. 33· ὁ [[ναυτίλος]] ἀναφέρεται κατεστραμμένῳ τῷ ὀστράκῳ (ἵνα ῥᾷόν γε ἀνέλθῃ καὶ κενῷ ναυτίλληται, ἐπιπολάσας δὲ μεταστρέφει) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 29. ΙΙ. [[ἀνατρέπω]], [[φθείρω]], κ. τὴν πόλιν Ἀριστοφ. Ἱππ. 275· τὰς εἰκόνας Διογ. Λ. 5. 82· καὶ Παθ., τὰ προάστεια ὑπὸ τοῦ στρατοῦ κατέστραπτο Ἡρῳδιαν. 8. 4, 22 τινὰ Ἀνθ. Π. 11. 163. 2) Μέσ., [[στρέφω]] τινὰ ἐντελῶς πρὸς ἐμαυτὸν καὶ [[ἑπομένως]], [[ὑποτάσσω]] εἰς ἐμαυτόν, δουλοῦμαί τινα, τὴν πόλιν κατεστρέψατο Ἡρόδ. 1. 64, 71, 78, 130, κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 13· νοσοῦσα δ’ εὖ πως τὴν νόσον καταστρέφου, μὴ ἡττῶ τῇ νόσῳ ἀλλὰ γενναίως [[φέρε]] καὶ οἱονεὶ ὑπότασσε εἰς σεαυτήν, Εὐρ. Ἱππ. 477· τοὺς μὲν κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν, ὑπέταξε καὶ κατέστησε φόρου ὑποτελεῖς, Ἡρόδ. 1. 6· οὕτω μετ’ ἀπαρ., Ἰωνίην κατεστρέψατο δασμοφόρον [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 7. 51· καὶ ἐν τῷ πρκμ., πάντα κατέστραπται καὶ ἔχει Δημ. 41 ἐν τέλ., Ἡρόδ. 1. 117. 3) καὶ ἐν παθ. σημ. κατ’ ἀόρ. καὶ πρκμ. καὶ ὑπερσ., ὑποτάσσομαι, [[κατεστράφατο]], κατεστραμμένοι, ὑποτεταγμένοι ἦσαν, ὁ αὐτ. 1. 141· ἀποστάντες δὲ [[ὀπίσω]] κατεστράφησαν [[αὐτόθι]] 130: ὑπερσ. κατέστραπτο [[ὑπήκοον]] Θουκ. 5. 29· μετ’ ἀπαρ., ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι, εἶμαι ἠναγκασμένος νὰ [[ἀκούω]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 956· καὶ ἡ μετοχ. τοῦ πρκμ. παθητικῶς, Ἡρόδ. 1. 68., 6. 6· καὶ τὰ κατεστραμμμένα ἔθνη Ξεν. Κύρ. 8. 6, 1. ΙΙΙ. [[στρέφω]] [[ὀπίσω]], [[ἐπαναφέρω]], κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανθρωπίαν Αἰσχίν. 33. 18. β) ἀμεταβ., [[ἐπιστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], εἰς ταὐτὸν Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 4, πρβλ. Μηχαν. 25, 4. IV. [[αἴφνης]] στρέφομαι καὶ [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν; Αἰσχύλ. Πέρσ. 787· οὕτω κατέστρεψεν ἡ [[τύχη]] [[ταῦτα]], ὡς…, Δείναρχ. 94. 23· κ. τὴν βίβλον, τοὺς λόγους Πολύβ. 3. 118, 10., 23. 9, 4· ἰδίως, τελειώνω τὸν βίον, [[ἀποθνήσκω]], κ. τὸν βίον Κέβητος Πίνακ. 10, Αἰλ. π. Ζ. 13. 21, Πλουτ. Θησ. 19· ἀλλὰ καὶ [[ἄνευ]] τῆς λέξ. [[βίος]], Τέλλος κατέστρεψεν ὑπὸ τῶν πολεμίων, ἐφονεύθη, ὁ αὐτ. ἐν Συγκρ. Σόλ. κ. Ποπλικ. 1· [[αἷμα]] ταύρου πιὼν κατέστρεψε ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 31, καὶ γυναικ. ἀρετ. σ. 253, Ἀρρ. Ἐκλογ. 7. 3, 2·- ἀπολ., [[ἔρχομαι]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, [[λήγω]], Πολύβ. 4. 2, 1, Πλούτ., κλ.· κ. εἴς ἢ ἐπί τι, τελειώνω εἴς τι, εἰώθασιν οὐκ εἰς τὸ ζῆν, ἀλλ’ εἰς ἀπώλειαν καταστρέφειν Ἀλκίφρων 3. 70, Πλουτ. Φιλοπ. 4· ἡ [[ἡμέρα]] κ. εἰς ὥραν δεκάτην, κλίνει πρὸς τὴν δεκάτην ἢ τελειώνει, ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 29· τοῦ ἐνιαυτοῦ καταστρέφοντος, λήγοντος, ὁ αὐτ. 2. 272· πρβλ. Λατ. anni fine Τάκ. V. ἰσχυρῶς [[συστρέφω]], στρήφω πολύ, αἱ κατεστραμμέναι χορδαὶ Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 49· μεταφορ., «[[λέξις]] κατεστραμμένη, ἡ ἐν περιόδοις ὁμοία ταῖς τῶν ἀρχαίων ποιητῶν ἀντιστρόφοις· ἀντίθετ. τῇ εἰρομένη, ἣ οὐδὲν [[τέλος]] ἔχει καθ’ ἑαυτήν, ἂν μὴ τὸ [[πρᾶγμα]] λεγόμενον τελειωθῇ, ἥτις ἐστὶν ἀηδὴς διὰ τὸ ἄπειρον, κατεστραμμένη δὲ ἡ ἐν περιόδοις· [[λέγω]] δὲ περίοδον λέξιν ἔχουσαν ἀρχὴν καὶ τελευτὴν αὐτὴν καθ’ ἑαυτὴν καὶ [[μέγεθος]] εὐσύνοπτον· ἡδεῖα δὲ ἡ τοιαύτη καὶ [[εὐμαθής]], ὅτι [[εὐμνημόνευτος]]» Ἀριστ. Ρητ. 1409. 24a· πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. § 12, καὶ ἐν 20 τὸ συνεστραμμένον καὶ κυκλικὸν [[εἶδος]] περιόδου, πρβλ. συστρέφειν, [[συστροφή]].
|lstext='''καταστρέφω''': μέλλ. -ψω, [[στρέφω]] τὸ ἄνω [[κάτω]] νὰ πέσῃ κατὰ γῆς, [[ὅπως]] ὁ κρημνίζων οἰκίαν, ὁ παλαιστὴς ὁ καταβάλλων τὸν ἀντίπαλόν του, ὁ ἐχθρὸς τὴν πόλιν, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 73· (διὰ τοῦ ἀρότρου) τὴν γῆν ἀροτριῶ, [[φέρω]] τὰ ἄνω [[κάτω]] καὶ τὰ [[κάτω]] [[ἐπάνω]], Λατ., aratro vertere, Ξεν. Οἰκ. 17. 10· κάνθαρον κ., [[ἀνατρέπω]], [[στρέφω]] τὸ ἄνω [[κάτω]] [[ὥστε]] νὰ ἐκρεύσῃ ἅπαν τὸ ὑγρόν, Ἄλεξις ἐν «Κρατ.» 4, πρβλ. Σωτάδ. «Ἐγκλ.» 1. 33· ὁ [[ναυτίλος]] ἀναφέρεται κατεστραμμένῳ τῷ ὀστράκῳ (ἵνα ῥᾷόν γε ἀνέλθῃ καὶ κενῷ ναυτίλληται, ἐπιπολάσας δὲ μεταστρέφει) Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 29. ΙΙ. [[ἀνατρέπω]], [[φθείρω]], κ. τὴν πόλιν Ἀριστοφ. Ἱππ. 275· τὰς εἰκόνας Διογ. Λ. 5. 82· καὶ Παθ., τὰ προάστεια ὑπὸ τοῦ στρατοῦ κατέστραπτο Ἡρῳδιαν. 8. 4, 22 τινὰ Ἀνθ. Π. 11. 163. 2) Μέσ., [[στρέφω]] τινὰ ἐντελῶς πρὸς ἐμαυτὸν καὶ [[ἑπομένως]], [[ὑποτάσσω]] εἰς ἐμαυτόν, δουλοῦμαί τινα, τὴν πόλιν κατεστρέψατο Ἡρόδ. 1. 64, 71, 78, 130, κ. ἀλλ., Θουκ. 3. 13· νοσοῦσα δ’ εὖ πως τὴν νόσον καταστρέφου, μὴ ἡττῶ τῇ νόσῳ ἀλλὰ γενναίως [[φέρε]] καὶ οἱονεὶ ὑπότασσε εἰς σεαυτήν, Εὐρ. Ἱππ. 477· τοὺς μὲν κατεστρέψατο ἐς φόρου ἀπαγωγήν, ὑπέταξε καὶ κατέστησε φόρου ὑποτελεῖς, Ἡρόδ. 1. 6· οὕτω μετ’ ἀπαρ., Ἰωνίην κατεστρέψατο δασμοφόρον [[εἶναι]] ὁ αὐτ. 7. 51· καὶ ἐν τῷ πρκμ., πάντα κατέστραπται καὶ ἔχει Δημ. 41 ἐν τέλ., Ἡρόδ. 1. 117. 3) καὶ ἐν παθ. σημ. κατ’ ἀόρ. καὶ πρκμ. καὶ ὑπερσ., ὑποτάσσομαι, [[κατεστράφατο]], κατεστραμμένοι, ὑποτεταγμένοι ἦσαν, ὁ αὐτ. 1. 141· ἀποστάντες δὲ [[ὀπίσω]] κατεστράφησαν [[αὐτόθι]] 130: ὑπερσ. κατέστραπτο [[ὑπήκοον]] Θουκ. 5. 29· μετ’ ἀπαρ., ἀκούειν σοῦ κατέστραμμαι, εἶμαι ἠναγκασμένος νὰ [[ἀκούω]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 956· καὶ ἡ μετοχ. τοῦ πρκμ. παθητικῶς, Ἡρόδ. 1. 68., 6. 6· καὶ τὰ κατεστραμμμένα ἔθνη Ξεν. Κύρ. 8. 6, 1. ΙΙΙ. [[στρέφω]] [[ὀπίσω]], [[ἐπαναφέρω]], κατέστρεψε λόγους εἰς φιλανθρωπίαν Αἰσχίν. 33. 18. β) ἀμεταβ., [[ἐπιστρέφω]], [[ἐπανέρχομαι]], εἰς ταὐτὸν Ἀριστ. Προβλ. 19. 39, 4, πρβλ. Μηχαν. 25, 4. IV. [[αἴφνης]] στρέφομαι καὶ [[φέρω]] εἰς [[πέρας]], ποῖ καταστρέφεις λόγων τελευτήν; Αἰσχύλ. Πέρσ. 787· οὕτω κατέστρεψεν ἡ [[τύχη]] [[ταῦτα]], ὡς…, Δείναρχ. 94. 23· κ. τὴν βίβλον, τοὺς λόγους Πολύβ. 3. 118, 10., 23. 9, 4· ἰδίως, τελειώνω τὸν βίον, [[ἀποθνήσκω]], κ. τὸν βίον Κέβητος Πίνακ. 10, Αἰλ. π. Ζ. 13. 21, Πλουτ. Θησ. 19· ἀλλὰ καὶ [[ἄνευ]] τῆς λέξ. [[βίος]], Τέλλος κατέστρεψεν ὑπὸ τῶν πολεμίων, ἐφονεύθη, ὁ αὐτ. ἐν Συγκρ. Σόλ. κ. Ποπλικ. 1· [[αἷμα]] ταύρου πιὼν κατέστρεψε ὁ αὐτ. ἐν Θεμιστ. 31, καὶ γυναικ. ἀρετ. σ. 253, Ἀρρ. Ἐκλογ. 7. 3, 2·- ἀπολ., [[ἔρχομαι]] εἰς [[πέρας]], τελειώνω, [[λήγω]], Πολύβ. 4. 2, 1, Πλούτ., κλ.· κ. εἴς ἢ ἐπί τι, τελειώνω εἴς τι, εἰώθασιν οὐκ εἰς τὸ ζῆν, ἀλλ’ εἰς ἀπώλειαν καταστρέφειν Ἀλκίφρων 3. 70, Πλουτ. Φιλοπ. 4· ἡ [[ἡμέρα]] κ. εἰς ὥραν δεκάτην, κλίνει πρὸς τὴν δεκάτην ἢ τελειώνει, ὁ αὐτ. ἐν Σύλλ. 29· τοῦ ἐνιαυτοῦ καταστρέφοντος, λήγοντος, ὁ αὐτ. 2. 272· πρβλ. Λατ. anni fine Τάκ. V. ἰσχυρῶς [[συστρέφω]], στρήφω πολύ, αἱ κατεστραμμέναι χορδαὶ Ἀριστ. περὶ Ἀκουστ. 49· μεταφορ., «[[λέξις]] κατεστραμμένη, ἡ ἐν περιόδοις ὁμοία ταῖς τῶν ἀρχαίων ποιητῶν ἀντιστρόφοις· ἀντίθετ. τῇ εἰρομένη, ἣ οὐδὲν [[τέλος]] ἔχει καθ’ ἑαυτήν, ἂν μὴ τὸ [[πρᾶγμα]] λεγόμενον τελειωθῇ, ἥτις ἐστὶν ἀηδὴς διὰ τὸ ἄπειρον, κατεστραμμένη δὲ ἡ ἐν περιόδοις· [[λέγω]] δὲ περίοδον λέξιν ἔχουσαν ἀρχὴν καὶ τελευτὴν αὐτὴν καθ’ ἑαυτὴν καὶ [[μέγεθος]] εὐσύνοπτον· ἡδεῖα δὲ ἡ τοιαύτη καὶ [[εὐμαθής]], ὅτι [[εὐμνημόνευτος]]» Ἀριστ. Ρητ. 1409. 24a· πρβλ. Δημήτρ. Φαληρ. § 12, καὶ ἐν 20 τὸ συνεστραμμένον καὶ κυκλικὸν [[εἶδος]] περιόδου, πρβλ. συστρέφειν, [[συστροφή]].
}}
{{bailly
|btext=<b>I.</b> tourner sens dessus dessous, retourner, acc. ; <i>abs.</i> retourner le sol avec la charrue ; <i>avec idée de violence</i>;<br /><b>1</b> bouleverser, abattre, détruire, acc.;<br /><b>2</b> soumettre <i>seul. au Pass.</i> : τὰ κατεστραμμένα ἔθνη XÉN les peuples soumis ; avec un inf. : ἀκούειν [[σοῦ]] κατέστραμμαι ESCHL je suis contraint de t’écouter;<br /><b>II.</b> dérouler jusqu’au bout : λόγων τελευτήν ESCHL la fin d’un discours ; finir, terminer, cesser ; <i>intr.</i> :<br /><b>1</b> cesser : [[εἴς]] <i>ou</i> [[ἐπί]] [[τι]] finir par qch, aboutir à qch;<br /><b>2</b> mourir;<br /><b>III.</b> tresser fortement : [[λέξις]] κατεστραμμένη ARSTT style périodique;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταστρέφομαι;<br /><b>1</b> bouleverser, saccager, anéantir, acc.;<br /><b>2</b> soumettre à sa puissance, acc. ; avec un inf. : Ἰωνίην κατεστρέψατο δασμοφόρον [[εἶναι]] HDT il soumit l’Ionie qu’il fit tributaire (des Perses) ; <i>fig.</i> se rendre maître de, surmonter, acc. ; <i>au pf.</i> κατέστραμμαι avoir conquis, posséder, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στρέφω]].
}}
}}