Anonymous

καταχαλκεύω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχᾰλκεύω''': [[ἐργάζομαι]] ἢ ἀποτυπώνω εἰς χαλκόν, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος (Reisk. -χωνευόμενος) Πλούτ. 2. 559D· [[ὅπως]] μὴ καταχαλκεύοιτο (Δινδ. μεταχαλκ-), ἵνα μὴ (τὸ σιδηροῦν [[νόμισμα]]) χρησιμοποιῆται ὡς [[μέταλλον]], ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 17˙- μεταφορ., εἰ δέ τις ἐπ’ οὐδενὶ χρησίμῳ κατεχαλκεύθη, κατεσκευάσθη, Γρηγ. Νύσσ. 2. σ. 770.
|lstext='''καταχᾰλκεύω''': [[ἐργάζομαι]] ἢ ἀποτυπώνω εἰς χαλκόν, ἀνδριὰς καταχαλκευόμενος (Reisk. -χωνευόμενος) Πλούτ. 2. 559D· [[ὅπως]] μὴ καταχαλκεύοιτο (Δινδ. μεταχαλκ-), ἵνα μὴ (τὸ σιδηροῦν [[νόμισμα]]) χρησιμοποιῆται ὡς [[μέταλλον]], ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 17˙- μεταφορ., εἰ δέ τις ἐπ’ οὐδενὶ χρησίμῳ κατεχαλκεύθη, κατεσκευάσθη, Γρηγ. Νύσσ. 2. σ. 770.
}}
{{bailly
|btext=travailler en cuivre <i>ou</i> en airain, garnir de cuivre <i>ou</i> d’airain.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χαλκεύω]].
}}
}}