Anonymous

καταχαλκόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταχαλκόω''': [[κατακαλύπτω]], ἐπικαλύπτω μὲ χαλκόν, τὰ [[κέρεα]] Ἡρόδ. 6. 50, πρβλ. Ἑβδ. (2 Παραλ. δ΄, 9). ΙΙ. κ. τόπον θυρίσι, [[κλείω]] μὲ χαλκίνας θύρας, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 521F, πρβλ. Διόδ. 12. 70.
|lstext='''καταχαλκόω''': [[κατακαλύπτω]], ἐπικαλύπτω μὲ χαλκόν, τὰ [[κέρεα]] Ἡρόδ. 6. 50, πρβλ. Ἑβδ. (2 Παραλ. δ΄, 9). ΙΙ. κ. τόπον θυρίσι, [[κλείω]] μὲ χαλκίνας θύρας, Ἡρακλείδ. παρ’ Ἀθην. 521F, πρβλ. Διόδ. 12. 70.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />couvrir <i>ou</i> garnir de cuivre <i>ou</i> d’airain.<br />'''Étymologie:''' [[κατάχαλκος]].
}}
}}