3,274,313
edits
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταφαίνω''': μέλλ. -φᾰνῶ, [[φαίνω]] [[καλῶς]], φανερώνω [[κάμνω]] γνωστόν, τοῦτον λόγον Πινδ. Ν. 10. 20. ΙΙ. ὁ Παθ., μέλλ. φᾰνήσομαι, [[γίνομαι]] [[ὁρατός]], ἐμφανίζομαι, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 431, Ἡρόδ. 7. 51, Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 61·― [[οὕτως]], ἀμεταβ. καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., Ὀρφ. Ἀργ. 372. 765. 2) εἶμαι ἐντελῶς σαφὴς ἢ [[φανερός]], τῷ Ὀτάνῃ… κατεφαίνετο τὸ [[πρῆγμα]] Ἡρόδ. 3. 69, ὥς γε κατ. ἐμοὶ Πλάτ. Φίληβ. 16C· ὅτι μοι ἄτοπ᾿ ἄττα κ. περὶ σωφροσύνης ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 172C, κτλ.·― [[ὡσαύτως]] μετ᾿ ἀπαρ., ὡς καταφαίνεταί μοι [[εἶναι]] Ἡρόδ. 1. 58, πρβλ. 6. 13· κατεφάνῃ τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν, ὃ ἐ. ὁ [[Δαρεῖος]] ἐγίνωσκε [[καλῶς]] ὅτι αὐτὸς παρεσκεύαζε τεχνάσματα, ὁ αὐτ. 3. 130· ταὐτόν σοι [[πάθος]]… κ. πεπονθέναι, φαίνεται καθαρῶς ὅτι ἔχει πάθει…, Πλατ, Νόμ. 712Ε· μετριώτατοι [[εἶναι]] κ. ὁ αὐτ. 811D· δαιμόνια… τις ἔμοιγε κ. (δηλ. [[εἶναι]]) ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 456Α, πρβλ. Σοφ. 217Ε· τοιαύτη ἡ [[ἕξις]] τοῦ σώματος κ. (δηλ. [[εἶναι]]) Ξεν. Οἰκ. 7. 2, πρβλ. Δημ. 348. 23·― [[μετὰ]] μετοχ., ὀρθῶς κατεφάνης λέγων Πλάτ. Νόμ. 631Α, πρβλ. Σοφ. 232Β. | |lstext='''καταφαίνω''': μέλλ. -φᾰνῶ, [[φαίνω]] [[καλῶς]], φανερώνω [[κάμνω]] γνωστόν, τοῦτον λόγον Πινδ. Ν. 10. 20. ΙΙ. ὁ Παθ., μέλλ. φᾰνήσομαι, [[γίνομαι]] [[ὁρατός]], ἐμφανίζομαι, Ὁμ. Ὕμ. εἰς Ἀπόλλ. 431, Ἡρόδ. 7. 51, Εὐρ. Ἀποσπ. 781. 61·― [[οὕτως]], ἀμεταβ. καὶ ἐν τῷ ἐνεργ., Ὀρφ. Ἀργ. 372. 765. 2) εἶμαι ἐντελῶς σαφὴς ἢ [[φανερός]], τῷ Ὀτάνῃ… κατεφαίνετο τὸ [[πρῆγμα]] Ἡρόδ. 3. 69, ὥς γε κατ. ἐμοὶ Πλάτ. Φίληβ. 16C· ὅτι μοι ἄτοπ᾿ ἄττα κ. περὶ σωφροσύνης ὁ αὐτ. ἐν Χαρμ. 172C, κτλ.·― [[ὡσαύτως]] μετ᾿ ἀπαρ., ὡς καταφαίνεταί μοι [[εἶναι]] Ἡρόδ. 1. 58, πρβλ. 6. 13· κατεφάνῃ τῷ Δαρείῳ τεχνάζειν, ὃ ἐ. ὁ [[Δαρεῖος]] ἐγίνωσκε [[καλῶς]] ὅτι αὐτὸς παρεσκεύαζε τεχνάσματα, ὁ αὐτ. 3. 130· ταὐτόν σοι [[πάθος]]… κ. πεπονθέναι, φαίνεται καθαρῶς ὅτι ἔχει πάθει…, Πλατ, Νόμ. 712Ε· μετριώτατοι [[εἶναι]] κ. ὁ αὐτ. 811D· δαιμόνια… τις ἔμοιγε κ. (δηλ. [[εἶναι]]) ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 456Α, πρβλ. Σοφ. 217Ε· τοιαύτη ἡ [[ἕξις]] τοῦ σώματος κ. (δηλ. [[εἶναι]]) Ξεν. Οἰκ. 7. 2, πρβλ. Δημ. 348. 23·― [[μετὰ]] μετοχ., ὀρθῶς κατεφάνης λέγων Πλάτ. Νόμ. 631Α, πρβλ. Σοφ. 232Β. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> montrer <i>ou</i> expliquer clairement;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se montrer;<br /><i><b>Moy.</b></i> καταφαίνομαι (<i>f.</i> καταφανήσομαι, <i>ao. Pass.</i> κατεφάνην) se montrer visible, évident ; <i>avec un part.</i> apparaître comme étant, se montrer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[φαίνω]]. | |||
}} | }} |