Anonymous

καταστυγέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταστῠγέω''': ἀόρ. κατέστῠγον - κατατρομάζω, φρίκην [[αἰσθάνομαι]], φρικιάζω, κατέστυγε μῦθον ἀκούσας Ἰλ. Ρ. 694· «κατεστύγνασεν» Ἡσύχ.· μετ’ αἰτ., [[τρομάζω]] [[πρός]] τι, φρίττω, [[βδελύσσομαι]], κατὰ δ’ ἔστυγον αὐτὴν Ὀδ. Κ. 113· «ἰστέον δ’ ὅτι [[πάλαι]] μὲν φρὶκην ῥιγεδανὴν ἐδήλου τὸ στυγεῖν, οἱ δὲ [[ὕστερον]] ἀντὶ τοῦ μισεῖν αὐτὸ λαμβάνουσι διὰ τὸ ἐπακολουθοῦν [[μῖσος]] τοῖς στυγουμένοις» Εὐσταθ. Ἰλ. Α. 186·- παρὰ Βυζ. [[ὡσαύτως]] εἰς ἀόρ. κατεστύγησα. ΙΙ. ὁ ἀόρ. α' εἶνε καὶ μεταβ. καὶ ἀμεταβ., κατέστυξα, ἐφόβησα τινὰ καὶ ἐφοβήθην, Μέγ. Ἐτυμ. 731. 26· οὕτω μετοχ. παθ. πρκμ. κατεστυγημένος, μεμισημένος, Φώτ., Σουΐδ.
|lstext='''καταστῠγέω''': ἀόρ. κατέστῠγον - κατατρομάζω, φρίκην [[αἰσθάνομαι]], φρικιάζω, κατέστυγε μῦθον ἀκούσας Ἰλ. Ρ. 694· «κατεστύγνασεν» Ἡσύχ.· μετ’ αἰτ., [[τρομάζω]] [[πρός]] τι, φρίττω, [[βδελύσσομαι]], κατὰ δ’ ἔστυγον αὐτὴν Ὀδ. Κ. 113· «ἰστέον δ’ ὅτι [[πάλαι]] μὲν φρὶκην ῥιγεδανὴν ἐδήλου τὸ στυγεῖν, οἱ δὲ [[ὕστερον]] ἀντὶ τοῦ μισεῖν αὐτὸ λαμβάνουσι διὰ τὸ ἐπακολουθοῦν [[μῖσος]] τοῖς στυγουμένοις» Εὐσταθ. Ἰλ. Α. 186·- παρὰ Βυζ. [[ὡσαύτως]] εἰς ἀόρ. κατεστύγησα. ΙΙ. ὁ ἀόρ. α' εἶνε καὶ μεταβ. καὶ ἀμεταβ., κατέστυξα, ἐφόβησα τινὰ καὶ ἐφοβήθην, Μέγ. Ἐτυμ. 731. 26· οὕτω μετοχ. παθ. πρκμ. κατεστυγημένος, μεμισημένος, Φώτ., Σουΐδ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />éprouver un sentiment d’horreur.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[στυγέω]].
}}
}}