3,274,447
edits
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κατασκώπτω''': μέλλ. -σκώψομαι (πρβλ. [[ἐπισκώπτω]]), [[λέγω]] τινος κατὰ σκώμματα, καθ’ ὑπερβολὴν περιγελῶ ἢ «[[πειράζω]]», τινὰ Ἡρόδ. 2. 173· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταγελῶ, [[ἐμπαίζω]], ὁ αὐτ. 3. 37, 151. | |lstext='''κατασκώπτω''': μέλλ. -σκώψομαι (πρβλ. [[ἐπισκώπτω]]), [[λέγω]] τινος κατὰ σκώμματα, καθ’ ὑπερβολὴν περιγελῶ ἢ «[[πειράζω]]», τινὰ Ἡρόδ. 2. 173· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταγελῶ, [[ἐμπαίζω]], ὁ αὐτ. 3. 37, 151. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se moquer de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκώπτω]]. | |||
}} | }} |