Anonymous

κατασκώπτω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασκώπτω''': μέλλ. -σκώψομαι (πρβλ. [[ἐπισκώπτω]]), [[λέγω]] τινος κατὰ σκώμματα, καθ’ ὑπερβολὴν περιγελῶ ἢ «[[πειράζω]]», τινὰ Ἡρόδ. 2. 173· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταγελῶ, [[ἐμπαίζω]], ὁ αὐτ. 3. 37, 151.
|lstext='''κατασκώπτω''': μέλλ. -σκώψομαι (πρβλ. [[ἐπισκώπτω]]), [[λέγω]] τινος κατὰ σκώμματα, καθ’ ὑπερβολὴν περιγελῶ ἢ «[[πειράζω]]», τινὰ Ἡρόδ. 2. 173· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, καταγελῶ, [[ἐμπαίζω]], ὁ αὐτ. 3. 37, 151.
}}
{{bailly
|btext=se moquer de, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σκώπτω]].
}}
}}