Anonymous

κατασφάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατασφάζω''': βραδύτερον -[[σφάττω]]: μέλλ. -ξω· -σφάζων, [[ῥίπτω]] [[κάτω]], τὸν ἀφίνω κατὰ γῆς, [[φονεύω]], Ἡρόδ. 6. 23· [[ἐπεὶ]] δὲ σφεας εἶλε, κατέσφαξε 8. 127· [[συχν]]. ἐν τῷ παθ. ἀορ., κατεσφάγην ᾰ·- πρὸς χειρῶν μητροκτόνων κατασφαγείσης Αἰσχύλ. Εὐμ. 102· μητρὸς ἐκ χεροῖν κατασφαγεὶς Εὐρ. Βάκχ. 856, Σοφ. Ο.Τ. 730, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 17, κτλ.
|lstext='''κατασφάζω''': βραδύτερον -[[σφάττω]]: μέλλ. -ξω· -σφάζων, [[ῥίπτω]] [[κάτω]], τὸν ἀφίνω κατὰ γῆς, [[φονεύω]], Ἡρόδ. 6. 23· [[ἐπεὶ]] δὲ σφεας εἶλε, κατέσφαξε 8. 127· [[συχν]]. ἐν τῷ παθ. ἀορ., κατεσφάγην ᾰ·- πρὸς χειρῶν μητροκτόνων κατασφαγείσης Αἰσχύλ. Εὐμ. 102· μητρὸς ἐκ χεροῖν κατασφαγεὶς Εὐρ. Βάκχ. 856, Σοφ. Ο.Τ. 730, Ξεν. Ἀν. 4. 1, 17, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=<i>impf.</i> κατέσφαζον, <i>f.</i> κατασφάξω, <i>ao.</i> κατέσφαξα, <i>ao.2 Pass.</i> κατεσφάγην;<br />égorger.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[σφάζω]].
}}
}}