Anonymous

κατατρέχω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13b)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατατρέχω''': μέλλ. -δρᾰμοῦμαι: ἀόρ. κατέδρᾰμον: πρκμ. καταδεδράμηκα. Τρέχω πρὸς τὰ [[κάτω]], καταδραμοῦσα τὴν θύραν ἄνοιξον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 961· ἀπὸ τῶν [[ἄκρων]] Ἡρόδ. 7. 192· [[κάτω]] ὁ αὐτ. 3. 156· ἐπὶ τὴν θάλατταν Ξεν. Ἀν. 7. 1, 20. 2) ἐπὶ ναυτῶν, προσορμίζομαι, ἐν σπουδῇ ἀποβιβάζομαι, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 12·- ἐπὶ πλοίου, κ. εἰς ἐμπόρια Πολύβ. 3. 91, 2· μεταφορ., κ. ξένιον ἄστυ, [[ἔρχομαι]] εἰς λιμένα, προσορμίζομαι εἰς…, Πινδ. Ν. 4. 38. ΙΙ. μεταβατ., «[[κατατρέχω]]», [[ὀνειδίζω]], κατηγορῶ, συκοφαντῶ, τινὰ Πλάτ. Νόμ. 806C· πολλὰ τὸν Καίσαρα κατέδραμε Δίων Κ. 50, 2· κ. καὶ κατηγορεῖν ὁ αὐτ. 46. 2· συχνότερον [[μετὰ]] γεν., κ. τῶν μάντεων Διογ. Λ. 2. 135· τῆς μέθης Ἀθήν. 10Ε· Ἀλκιβιάδου ὡς οἰνόφλυγος ὁ αὐτ. 220C, κτλ.· κατὰ τινος Δίων Κ. 36. 27., 66. 13· [[ὡσαύτως]], κατ. τινὶ ὁ αὐτ. 61. 10. 2) [[ἐπιτρέχω]], ἐνεργῶ ἐπιδρομήν, λεηλατῶ, [[καταστρέφω]], τὴν χώραν καταδραμόντες καὶ λείαν λαβόντες Θουκ. 2. 94· κατεδεδραμήκεσαν τὴν Αἴγιναν 8. 92, 99· κατατρέχει καὶ ἀπειλεῖ Ἡρῳδιαν. 6. 5, 14, ὁ αὐτ. συνάπτει κ. καὶ λυμαίνεσθαι· πρβλ. Wess. εἰς Διόδ. 2. 44· ὁ Σουΐδ. «κατατρέχειν, ληΐζεσθαι, δῃοῦν, πορθεῖν»·-[[τρέχω]] [[ὑπεράνω]], [[καταλαμβάνω]], κὰδ’ δ’ ἄρα οἱ βλεφάρων βαρὺς ἔδραμεν [[ὕπνος]] Θεόκρ. 22. 204· παρ’ Ἡσύχ. καὶ ὁ [[τύπος]] τοῦ ἀορ. «καταθρέξαι· καταδραμεῖν».
|lstext='''κατατρέχω''': μέλλ. -δρᾰμοῦμαι: ἀόρ. κατέδρᾰμον: πρκμ. καταδεδράμηκα. Τρέχω πρὸς τὰ [[κάτω]], καταδραμοῦσα τὴν θύραν ἄνοιξον Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 961· ἀπὸ τῶν [[ἄκρων]] Ἡρόδ. 7. 192· [[κάτω]] ὁ αὐτ. 3. 156· ἐπὶ τὴν θάλατταν Ξεν. Ἀν. 7. 1, 20. 2) ἐπὶ ναυτῶν, προσορμίζομαι, ἐν σπουδῇ ἀποβιβάζομαι, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 12·- ἐπὶ πλοίου, κ. εἰς ἐμπόρια Πολύβ. 3. 91, 2· μεταφορ., κ. ξένιον ἄστυ, [[ἔρχομαι]] εἰς λιμένα, προσορμίζομαι εἰς…, Πινδ. Ν. 4. 38. ΙΙ. μεταβατ., «[[κατατρέχω]]», [[ὀνειδίζω]], κατηγορῶ, συκοφαντῶ, τινὰ Πλάτ. Νόμ. 806C· πολλὰ τὸν Καίσαρα κατέδραμε Δίων Κ. 50, 2· κ. καὶ κατηγορεῖν ὁ αὐτ. 46. 2· συχνότερον [[μετὰ]] γεν., κ. τῶν μάντεων Διογ. Λ. 2. 135· τῆς μέθης Ἀθήν. 10Ε· Ἀλκιβιάδου ὡς οἰνόφλυγος ὁ αὐτ. 220C, κτλ.· κατὰ τινος Δίων Κ. 36. 27., 66. 13· [[ὡσαύτως]], κατ. τινὶ ὁ αὐτ. 61. 10. 2) [[ἐπιτρέχω]], ἐνεργῶ ἐπιδρομήν, λεηλατῶ, [[καταστρέφω]], τὴν χώραν καταδραμόντες καὶ λείαν λαβόντες Θουκ. 2. 94· κατεδεδραμήκεσαν τὴν Αἴγιναν 8. 92, 99· κατατρέχει καὶ ἀπειλεῖ Ἡρῳδιαν. 6. 5, 14, ὁ αὐτ. συνάπτει κ. καὶ λυμαίνεσθαι· πρβλ. Wess. εἰς Διόδ. 2. 44· ὁ Σουΐδ. «κατατρέχειν, ληΐζεσθαι, δῃοῦν, πορθεῖν»·-[[τρέχω]] [[ὑπεράνω]], [[καταλαμβάνω]], κὰδ’ δ’ ἄρα οἱ βλεφάρων βαρὺς ἔδραμεν [[ὕπνος]] Θεόκρ. 22. 204· παρ’ Ἡσύχ. καὶ ὁ [[τύπος]] τοῦ ἀορ. «καταθρέξαι· καταδραμεῖν».
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> καταδραμοῦμαι, <i>ao.2</i> [[κατέδραμον]], <i>pf.</i> καταδεδράμηκα;<br /><b>1</b> descendre en courant : ἀπὸ [[τῶν]] ἄκρων HDT des hauteurs ; <i>particul.</i> débarquer en hâte;<br /><b>2</b> courir contre, faire des incursions contre <i>ou</i> à travers, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τρέχω]].
}}
}}