Anonymous

κατολοφύρομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατολοφύρομαι''': ἀποθ., θρηνῶ, [[ὀδύρομαι]] διά τινα, μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ὀρ. 339, Ι. Τ. 642, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 13· πολλὰ κατολοφυρόμενος ἑαυτὸν Διον. Ἁλ. 5. 12.
|lstext='''κατολοφύρομαι''': ἀποθ., θρηνῶ, [[ὀδύρομαι]] διά τινα, μετ’ αἰτ., Εὐρ. Ὀρ. 339, Ι. Τ. 642, Ξεν. Κύρ. 7. 3, 13· πολλὰ κατολοφυρόμενος ἑαυτὸν Διον. Ἁλ. 5. 12.
}}
{{bailly
|btext=se lamenter sur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ὀλοφύρομαι]].
}}
}}