Anonymous

κατάμομφος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_16)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάμομφος''': -ον, [[κατάμεμπτος]], [[ἄξιος]] μομφῆς, δυσοίωνος, κατάμομφα φάσματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 145.
|lstext='''κατάμομφος''': -ον, [[κατάμεμπτος]], [[ἄξιος]] μομφῆς, δυσοίωνος, κατάμομφα φάσματα Αἰσχύλ. Ἀγ. 145.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />blâmable ; fâcheux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μέμφομαι]].
}}
}}