Anonymous

κατορθωτικός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατορθωτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ κατορθοῦν, ἐπιτυγχάνειν, ἀντίθετον τῷ ἁμαρτητικὸς ἢ ἀποτευκτικὸς (πρβλ. κατορθοῦν, ἀντίθετ. ἁμαρτάνειν), Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 3, 7.
|lstext='''κατορθωτικός''': -ή, -όν, ἱκανὸς εἰς τὸ κατορθοῦν, ἐπιτυγχάνειν, ἀντίθετον τῷ ἁμαρτητικὸς ἢ ἀποτευκτικὸς (πρβλ. κατορθοῦν, ἀντίθετ. ἁμαρτάνειν), Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 2. 3, 7.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />apte à bien diriger ; qui a du bonheur, du succès.<br />'''Étymologie:''' [[κατορθόω]].
}}
}}