Anonymous

καταπτοέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_20)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταπτοέω''': πτοίαν ἢ πτόησιν [[ἐμβάλλω]], καταφοβῶ, καταπλήττω, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 29˙ Παθ. ἀόρ. κατεπτώθην (ἐκ διορθώσ. ἀντὶ -επώθην), Γενέσ. 58Α.
|lstext='''καταπτοέω''': πτοίαν ἢ πτόησιν [[ἐμβάλλω]], καταφοβῶ, καταπλήττω, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 29˙ Παθ. ἀόρ. κατεπτώθην (ἐκ διορθώσ. ἀντὶ -επώθην), Γενέσ. 58Α.
}}
{{bailly
|btext=-οῶ;<br />frapper de stupeur, acc..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[πτοέω]].
}}
}}