3,277,121
edits
(6_13a) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''καταπαίζω''': μέλλ. -παίξομαι, [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ τινα, [[μετὰ]] γεν. χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 2. 12, Ἀνθ. Π. 5, 40, Σέξτ. Ἐμπ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., κ. αὐτὸν καὶ ἐπέσκωπτον σκληρῶς Διογ. Λ. 2, 136·- Παθ., καταπαιχθήσεται ἐπ’ [[αὐτοῦ]], θὰ γίνωσιν ἀστεϊσμοὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]], θὰ ἐμπαιχθῇ [[αὐτός]], Εὐστ. Πονημάτ. 122, 52· ὁ Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμήρ. μωμήσονται οἱονεὶ καταπαίξονται. | |lstext='''καταπαίζω''': μέλλ. -παίξομαι, [[ἐμπαίζω]], περιγελῶ τινα, [[μετὰ]] γεν. χαριεντίζει καὶ καταπαίζεις ἡμῶν καὶ βωμολοχεύει Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 2. 12, Ἀνθ. Π. 5, 40, Σέξτ. Ἐμπ., κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ., κ. αὐτὸν καὶ ἐπέσκωπτον σκληρῶς Διογ. Λ. 2, 136·- Παθ., καταπαιχθήσεται ἐπ’ [[αὐτοῦ]], θὰ γίνωσιν ἀστεϊσμοὶ ἐπ’ [[αὐτοῦ]], θὰ ἐμπαιχθῇ [[αὐτός]], Εὐστ. Πονημάτ. 122, 52· ὁ Ἀπολλ. ἐν Λεξ. Ὁμήρ. μωμήσονται οἱονεὶ καταπαίξονται. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=se jouer de, se moquer de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[παίζω]]. | |||
}} | }} |