Anonymous

καταμένω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καταμένω''': διαρκῶς [[μένω]] ἔν τινι τόπῳ, ἀντίθ. τῷ [[ἀπέρχομαι]], οἱ ἀπόγονοι τῶν καταμεινάντων Ξεν. Κύρ. 8. 4, 28, Θέογν. 1373, Ἡρόδ. 2. 103, 121, 4, κλ˙ ἐνθάδ’ [[αὐτοῦ]] κ. Ἀριστοφ. Πλ. 1187˙ [[ἐνταῦθα]] Ξεν. Κύρ. 1. 4, 17˙ κ. ἐν τοῖς δήμοις Λυσ. 188. 25˙ [[παρά]] τινι Εὔβουλος ἐν «Δαιδ.» 1. 2) [[διαμένω]] [[στερεός]], [[διαμένω]] ἔν τινι καταστάσει, ἐν ὑπηρετικοῖς ὅπλοις Ξεν. Κύρ. 2. 1, 18˙ ἐπὶ τῶν αὐτῶν Γαλην. 6. 328, 13˙ ἀσμένως ἐπὶ τοῖς ὑπάρχουσι καταμένουσι= προσκαρτεροῦσι, Νυμφόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 337˙ ἀπολ., τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης Ξεν. Κύρ. 3. 1, 30, «μενούσης ἀμεταβλήτου, μονίμου καθισταμένης˙ [[καμμένειν]] οἱ Λάκωνες ἀντὶ τοῦ καταμένειν» Ἡσύχ.
|lstext='''καταμένω''': διαρκῶς [[μένω]] ἔν τινι τόπῳ, ἀντίθ. τῷ [[ἀπέρχομαι]], οἱ ἀπόγονοι τῶν καταμεινάντων Ξεν. Κύρ. 8. 4, 28, Θέογν. 1373, Ἡρόδ. 2. 103, 121, 4, κλ˙ ἐνθάδ’ [[αὐτοῦ]] κ. Ἀριστοφ. Πλ. 1187˙ [[ἐνταῦθα]] Ξεν. Κύρ. 1. 4, 17˙ κ. ἐν τοῖς δήμοις Λυσ. 188. 25˙ [[παρά]] τινι Εὔβουλος ἐν «Δαιδ.» 1. 2) [[διαμένω]] [[στερεός]], [[διαμένω]] ἔν τινι καταστάσει, ἐν ὑπηρετικοῖς ὅπλοις Ξεν. Κύρ. 2. 1, 18˙ ἐπὶ τῶν αὐτῶν Γαλην. 6. 328, 13˙ ἀσμένως ἐπὶ τοῖς ὑπάρχουσι καταμένουσι= προσκαρτεροῦσι, Νυμφόδ. παρὰ τῷ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 337˙ ἀπολ., τῆς εἰωθυίας ἀρχῆς καταμενούσης Ξεν. Κύρ. 3. 1, 30, «μενούσης ἀμεταβλήτου, μονίμου καθισταμένης˙ [[καμμένειν]] οἱ Λάκωνες ἀντὶ τοῦ καταμένειν» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> rester, demeurer;<br /><b>2</b> se maintenir, durer ; rester dans un état, dans une condition.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[μένω]].
}}
}}