Anonymous

καλλιπέδιλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καλλιπέδῑλος''': ὁ, ἡ, ἔχων, φορῶν καλὰ πέδιλα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 57.
|lstext='''καλλιπέδῑλος''': ὁ, ἡ, ἔχων, φορῶν καλὰ πέδιλα, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 57.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />aux belles sandales, aux belles chaussures.<br />'''Étymologie:''' [[καλός]], [[πέδιλον]].
}}
}}