Anonymous

καυματίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''καυμᾰτίζω''': μέλλ. -ίσω, [[κατακαίω]], [[καταξηραίνω]], Ἀποκάλ ΙϚ΄, 8.-Παθ., κατακαίομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 6. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. aestuare, διατελῶ ἐν πυρετῷ, [[πυρέσσω]], Θεοφρ. Χαρ. 13, Πλούτ. 2. 100D, 691E.
|lstext='''καυμᾰτίζω''': μέλλ. -ίσω, [[κατακαίω]], [[καταξηραίνω]], Ἀποκάλ ΙϚ΄, 8.-Παθ., κατακαίομαι, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιγ΄, 6. ΙΙ. ὡς τὸ Λατ. aestuare, διατελῶ ἐν πυρετῷ, [[πυρέσσω]], Θεοφρ. Χαρ. 13, Πλούτ. 2. 100D, 691E.
}}
{{bailly
|btext=brûler, consumer par la chaleur ; <i>Pass.</i> avoir une fièvre ardente.<br />'''Étymologie:''' [[καῦμα]].
}}
}}