Anonymous

κατευχή: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κατευχή''': ἡ, [[προσευχή]], [[εὐχή]], Αἰσχύλ. Χο. 477, Πλουτ. Δίων 24· ἐν τᾷ τᾶν κατευχᾶν ἁμέρᾳ, ἐπιγραφ. Αἰολ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 3.
|lstext='''κατευχή''': ἡ, [[προσευχή]], [[εὐχή]], Αἰσχύλ. Χο. 477, Πλουτ. Δίων 24· ἐν τᾷ τᾶν κατευχᾶν ἁμέρᾳ, ἐπιγραφ. Αἰολ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 3524. 3.
}}
{{bailly
|btext=ῆς (ἡ) :<br />vœu, prière.<br />'''Étymologie:''' [[κατεύχομαι]].
}}
}}