Anonymous

κάταντα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κάταντα''': Ἐπίρρ. (ἐκ τοῦ [[κατάντης]]) κατωφερικῶς, πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐν τῷ περιφήμῳ στίχῳ πολλὰ δ’ [[ἄναντα]] [[κάταντα]] πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116.
|lstext='''κάταντα''': Ἐπίρρ. (ἐκ τοῦ [[κατάντης]]) κατωφερικῶς, πρὸς τὰ [[κάτω]], ἐν τῷ περιφήμῳ στίχῳ πολλὰ δ’ [[ἄναντα]] [[κάταντα]] πάραντά τε δόχμιά τ’ ἦλθον Ἰλ. Ψ. 116.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />en descendant ; [[ἄναντα]] καὶ [[κάταντα]] LUC par monts et par vaux.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[ἄντα]], cf. [[κατάντης]].
}}
}}